Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 2020 07:50

Η φιλόλογος Μαρία Στασινοπούλου στην "Ε": «Η ποίηση είναι η εφηβική “ασθένεια” των ανθρώπων»

Με τη γλυκιά μεστότητα που χαρακτηρίζει την παλιότερη γενιά φιλολόγων, η Μαρία Στασινοπούλου συνεχίζει χρόνια τώρα την ενδιαφέρουσα πορεία της στον μαγικό κόσμο της γραφής και του διαβάσματος.

Σήμερα είναι μία από τις πιο γνωστές και καταξιωμένες κριτικούς λογοτεχνίας στη χώρα μας. Προσγειωμένη και με αμείωτο ενδιαφέρον για έρευνα, δεν ξεχνά τον τόπο της, την Καλαμάτα, στην οποία ελπίζει να ξανάρθει για μια ακόμη παρουσίαση, είτε του τελευταίου είτε του νέου υπό έκδοση βιβλίου της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συνάδελφοί της εδώ εκφράζονται με πολύ θερμά λόγια εκτίμησης και αγάπης για τη δουλειά και την προσωπικότητά της…

- Σε τι φάση σάς βρίσκει δημιουργικά η μετά την καραντίνα εποχή;
Είναι δύσκολες και πρωτόγνωρες οι μέρες που περνάμε και φυσικό είναι να έχουμε αποσυντονιστεί όλοι. Το ότι σταμάτησε η καραντίνα δεν σημαίνει ότι η ζωή μπήκε στους κανονικούς της ρυθμούς. Η βεβαιότητα έξαρσης μας βομβαρδίζει κάθε μέρα και μια καινούργια καραντίνα καιροφυλακτεί. Παρ’ όλα αυτά προσπαθώ να μην αφήνομαι στον φόβο και την απειλή. Διαβάζω συνέχεια, συνήθεια που δεν με εγκαταλείπει, ευτυχώς, προσπαθώ να συγκεντρωθώ, και όταν το βιβλίο μού αρέσει αρθρώνω κριτικό λόγο για την εφημερίδα ή τα περιοδικά με τα οποία συνεργάζομαι. Κάπου κάπου καταφεύγω και στην προσωπική εκτόνωση. Εξάλλου ποτέ δεν έγραφα εύκολα.

- Τι ρόλο έπαιξε η Καλαμάτα -ως τόπος των παιδικών σας χρόνων- στην μετέπειτα διαμόρφωση του συγγραφικού και ερευνητικού σας ταλέντου;
Ο γενέθλιος τόπος στην περίπτωσή μου, δεδομένου ότι έφυγα δωδεκαετής από την Καλαμάτα, μόνον ως μνήμες παιδικές και τρυφερές αναμνήσεις βγαίνει στη δουλειά μου. Δεν νομίζω ότι διαμόρφωσε το όποιο ταλέντο μου. Τα αμέτρητα παραμύθια βέβαια που διάβασα ως παιδί, από τον Αντερσεν και τους αδελφούς Γκριμ, μέχρι την Αντιγόνη Μεταξά και τα Κλασικά Εικονογραφημένα των Εκδόσεων Πεχλιβανίδη, όξυναν την ευαισθησία και τη φαντασία μου.

- Ποιοι ήταν οι συγγραφείς και οι ποιητές οι οποίοι σας ενέπνευσαν σε νεαρή ηλικία;
Οι πρώτοι μεγάλοι συγγραφείς που με επηρέασαν ήταν ο Τσβάιχ, ο Τσέχωφ, ο Κρόνιν, οι αδελφές Μπροντέ και αργότερα ο Μπρεχτ και ο Μπέκετ. Από τους Ελληνες ο Παπαδιαμάντης, ο Θεοτόκης, ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός, ο Καζαντζάκης, κυρίως με την «Ασκητική», και σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία ο Καραγάτσης. Ποιητικά, ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Καρυωτάκης και οι χαμηλές φωνές του Μεσοπολέμου. Μετά μπήκαν καταιγιστικά στη ζωή μου ο Σεφέρης και ο Καβάφης. Διαφορετικά ο Ελύτης.

- Μεγαλώνοντας, πώς πήρατε την απόφαση να βαδίσετε σε αυτόν το χώρο;
Δεν ήταν απόφαση που πάρθηκε κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Ως προς το δημιουργικό έργο, έγραφα από τα γυμνασιακά μου ακόμη χρόνια. Πολύ αργά όμως αποφάσισα να «εκτεθώ». Το “Κυρία, με θυμάστε;” βγήκε το 2010. Σχετικά με την κριτική και την έρευνα, θα έλεγα ότι ξεκίνησα μέσα από το Περιοδικό “Διαβάζω”, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην συντακτική επιτροπή του οποίου μετείχα. Αρχισα δειλά με βιβλιοπαρουσιάσεις πρώτα, μετά πέρασα σε εκτενέστερες κριτικές, ύστερα ανέλαβα να παίρνω συνεντεύξεις από σημαίνοντα πρόσωπα της λογοτεχνίας και της φιλολογίας και τέλος, επιφορτίστηκα με την επιμέλεια διαφόρων αφιερωμάτων του περιοδικού, όπου έπρεπε να συντάξω και τα χρονολόγια. Ετσι προέκυψε αργότερα το “Χρονολόγιο - Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη (1900-1971)” και “Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη”, μαζί με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο αυτό. Υστερα πέρασα στην εφημερίδα “Το Βήμα”, στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης “Εντευκτήριο”, στον εκδότη του οποίου Γιώργο Κορδομενίδη οφείλω πολλά, και μετά στην Εφημερίδα των Συντακτών και αγαστή συνεργασία με τον Μισέλ Φάις.

- Τι γνώμη έχετε σχηματίσει για την εικόνα που δίνουν σήμερα οι νέοι ποιητές; Πώς βλέπετε το γεγονός ότι γράφεται πολύ ποίηση σήμερα;
Η ποίηση είναι η εφηβική «ασθένεια» των ανθρώπων. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, έχουμε σκαλίσει κάποιους στίχους σε στιγμές πίεσης ή πρώτων ερώτων. Λίγοι όμως γίνονται πραγματικά ποιητές. «Η ποίηση είναι πορεία / σε ναρκοπέδιο. / Οι τυχεροί θα επιζήσουνε / κι οι γυμνασμένοι», όπως λέει δοκιμασμένος ποιητής. Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας κυκλοφορούν πολλά βιβλία, όχι μόνον ποιητικά αλλά και πεζογραφικά. Τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής έχουν παίξει το ρόλο τους. Τα εργαστήρια βέβαια δεν σε κάνουν ποιητή. Μπορούν όμως να σου δώσουν κάποιες κατευθύνσεις και να σε εφοδιάσουν με κλειδιά ή να σε εξοικειώσουν με μετρικά και ρυθμικά στοιχεία. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί καλοί νέοι ποιητές σήμερα, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, οι οποίοι έχουν παιδεία∙ με πανεπιστημιακές σπουδές, γλωσσομάθεια, ενημέρωση στη διεθνή βιβλιογραφία. Η γνώση ως υπόβαθρο πολλά προσφέρει.

- Ο κορονοϊός ακύρωσε πολλές σημαντικές εκδηλώσεις. Θα παρουσιάσετε κάποια στιγμή ξανά το βιβλίο σας “Χαμηλή βλάστηση” στην Καλαμάτα;
Η “Χαμηλή βλάστηση” παρουσιάστηκε στην Πειραματική Σκηνή Καλαμάτας τον Φεβρουάριο του 2019. Δεν θα είχα βέβαια αντίρρηση να ξαναπαρουσιαστεί, αν και μέσα στη χρονιά αναμένεται το καινούργιο μου βιβλίο με μικροδιηγήματα και τίτλο “Ασκήσεις αντοχής στο χρόνο”. Ας ελπίσουμε ότι η ζωή μας θα ξαναβρεί τους κανονικούς της ρυθμούς και τότε πολύ θα ήθελα το βιβλίο να δώσει αφορμή για μια ακόμη επίσκεψη στην πατρίδα.

- Οταν γράφετε, “επιστρέφετε” στη Μαρία της αθωότητας ή βλέπετε τον εαυτό σας τοποθετημένο στο μέλλον;
Στο γράψιμο περνά όλη η ζωή του ανθρώπου, επομένως και «η Μαρία της αθωότητας», όπως λέτε. Η ζωή συγκροτείται από ιστορίες που ζήσαμε, φανταστήκαμε, ονειρευτήκαμε, ακούσαμε άλλους να τις αφηγούνται ή τις αφηγηθήκαμε οι ίδιοι. Το μέλλον πάλι δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Είναι μπροστά και θα ’θελες να σε αφορά και να σε περιέχει. Καταληκτικά και η παιδική ηλικία κάπου βγαίνει και το μέλλον «που διαρκεί πολύ», όπως έλεγε ο Αλτουσέρ, κάπου βαθιά στο μυαλό μας κείται. Σ’ αυτό το μέλλον, και όσο περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερο, εμφιλοχωρεί ο φόβος του θανάτου. Εχω κρατήσει για παραμυθία, μία παράγραφο από το βιβλίο “Ευγνωμοσύνη” του Oliver Sacks και μ’ αυτή θα ήθελα να κλείσω. «Δεν προσποιούμαι ότι δεν φοβάμαι. Αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα μέσα μου είναι η ευγνωμοσύνη. Αγάπησα και αγαπήθηκα∙ μου έδωσαν πολλά κι έδωσα κάτι κι εγώ με τη σειρά μου∙ διάβασα και ταξίδεψα και στοχάστηκα και έγραψα. Συνευρέθηκα με τον κόσμο, μέσα απ’ αυτή την ιδιαίτερη συνεύρεση μεταξύ συγγραφέων και αναγνωστών. Μα, πάνω απ’ όλα, υπήρξα ένα συνειδητό ον, ένα σκεπτόμενο ον, σε τούτο τον όμορφο πλανήτη, κι αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστιο προνόμιο και σπουδαία περιπέτεια».

Βιογραφικό: Η Μαρία Στασινοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1945. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ασχολείται με τη μελέτη και την κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Βιβλία της είναι τα: “Χρονολόγιο-Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη” (Μεταίχμιο 2000), “Πίσω από τις γραμμές. Σελίδες κριτικής” (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005), “Κυρία, με θυμάστε;” Αφηγήματα (Εκδόσεις Κίχλη 2010), “Χαμηλή βλάστηση, θάμνοι, πόες και μπονσάι” (Κίχλη, 2018) και, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, “Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη” (Μεταίχμιο 2002, και νέα συμπληρωμένη έκδοση 2013) και “Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα. Επιλογή” (Μεταίχμιο 2003). Εχει επιμεληθεί την έκδοση του τρίτομου “Κοινού Λόγου της Ελλης Παπαδημητρίου” (Ερμής 2003) και του δεύτερου τόμου της “Αλληλογραφίας Μαρώς-Σεφέρη” (ΊΙαρος 2005). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.