Κυριακή, 29 Αυγούστου 2021 15:10

Μία Μανιάτισσα για το μοιρολόι και την παλιά ζωή των γυναικών στα χωριά

Ρεπορτάζ Γιούλα Σαρδέλη

Ολόκληρη η πρόσφατη λαϊκή παράδοση και η ζωή των γυναικών στα χωριά ξεδιπλώνεται μέσα από τις αφηγήσεις της γιαγιάς Αρετής από το Προσήλιο της Δυτικής Μάνης. Η κ. Αρετή Σκριμιζέα είναι σήμερα 83 ετών και, αν και αρχικά λίγο διστακτική, δέχτηκε να δώσει συνέντευξη στην “Ε” για να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας σχετικά με το μανιάτικο μοιρολόι, αλλά και το παραδοσιακό τραγούδι που ακουγόταν και διαδιδόταν τότε μόνο από το στόμα. Ταυτόχρονα αφηγήθηκε πολλά σημαντικά στοιχεία σχετικά με την κοινωνική θέση των κοριτσιών και για τον τρόπο που αυτά μεγάλωναν μέσα στο συντηρητικό πλαίσιο της εποχής.

Η κ. Αρετή μέχρι σήμερα σκαρώνει στιχάκια, τα λέει απ’ έξω, τα σχολιάζει, τα διορθώνει, λέξη προς λέξη. Θυμάται πως πρώτη φορά άκουσε τραγούδι όταν ήταν πολύ πολύ μικρή. Μιας και τότε δεν υπήρχαν ραδιόφωνα - πικάπ, κατάλαβε τι είναι το τραγούδι, ακούγοντας πρώτη φορά τη μητέρα της. «Στους γάμους δε μας άφηναν να πηγαίνουμε, αν και θέλαμε πάρα πολύ. Θέλαμε ως παιδιά να πηγαίνουμε μέχρι και στις κηδείες, γιατί στα παιδικά μας μάτια, αυτές ήταν οι πρώτες εκδηλώσεις που συνέβαιναν μπροστά μας και μας φαίνονταν ως κάτι αξιοπερίεργο. Τρέχαμε πίσω από τους μεγάλους στις κηδείες, πίσω από την πομπή, και για τους γάμους σκαρφαλώναμε όσο μπορούσαμε πιο ψηλά για να δούμε τη νύφη. Τότε άκουσα τα πρώτα τραγούδια, στους γάμους, και μετέπειτα μεγαλώνοντας, άκουγα μουσική αν έβγαινα και πήγαινα κάπου με τον αδερφό μου” λέει η ίδια.

Σχετικά με το ύφος των τραγουδιών εξηγεί: “Τα τραγούδια δεν ήταν πάντα τα ίδια, υπήρχαν κάποια που λέγονταν πάντα και παντού, αλλά με κάποιες μικροδιαφορές. Έχει τύχει να ακούσω το ίδιο τραγούδι και για χαρούμενη και για λυπητερή περίσταση, έχει τύχει να ακούσω το ίδιο τραγούδι με διαφορετικό σκοπό - ανάλογα με το γεγονός που αυτό τραγουδιέται. Οταν ήσουν στο σπίτι της νύφης για παράδειγμα, το χαρούμενο τραγούδι μπορεί να ακουγόταν με πιο λυπημένο τόνο, μιας και το κορίτσι έφευγε από το πατρικό. Θυμάμαι οτι η μάνα μου μπορεί να τραγουδούσε πρώτα στη μια οικογένεια και μετά στην άλλη, αν ήταν καλεσμένη και από τις δύο πλευρές του γάμου. Ως προς τα λόγια, όλοι τα μαθαίναμε μόνοι μας τότε, δεν υπήρχαν γραμμένα κάπου. Υπήρχε ένας βασικός “κορμός”, αλλά όποιος ήθελε και είχε ταλέντο έβγαζε και δικά του στιχάκια, που ταίριαζαν με την κάθε περίσταση».

Η γιαγιά Αρετή νιώθει πως αν έδινε αυτή τη συνέντευξη πριν από 5 χρόνια, θα θυμόταν ακόμα περισσότερα, έχει όμως μια πολύ παλιά ανάμνηση, για την οποία είναι σίγουρη. Την ίδια, ανεβασμένη πάνω σε ένα μπαούλο, για να βλέπει τις ετοιμασίες ενός γάμου και το πείσμα που ένιωθε να μεγαλώσει γρήγορα για να μπορεί να “βγαίνει έξω”. Θυμάται επίσης πως τα κορίτσια ήταν πολύ περιορισμένα μέσα στα σπίτια και ότι ακόμα και για το σύντροφο που θα τους ακολουθούσε σε όλη τους τη ζωή, ελάχιστο λόγο είχαν. Η ίδια ήταν τυχερή γιατί ο μακαρίτης ο άντρας της ήταν καλός και έζησαν μαζί αρμονικά. Όμως είναι χαρακτηριστικό, ότι την επισημοποίηση του αρραβώνα της την είδε στην εφημερίδα, όταν της την έφεραν κάποιες συγχωριανές της γελώντας. Ετσι έμαθε οτι θα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας. Θυμάται να κλειδώνεται στο κατώι και να κλαίει, γιατί ήταν μικρή και δεν ήξερε πώς θα ήταν το αύριο. Τελικά ήρθαν και την έβγαλαν οι φίλες της από εκεί και η ζωή πήρε το δρόμο της. Παρά τα 83 της χρόνια, θυμάται ακόμα πάρα πολύ έντονα ότι η μητέρα της ήθελε να τη σταματήσει στο σχολείο στην πέμπτη δημοτικού για να την στείλει να μάθει την τέχνη της μοδιστρικής. Για καλή της τύχη, παρενέβη ο θείος της και η μικρή Αρετή έβγαλε έστω και το δημοτικό, για να πάει μετά να μάθει τη δουλειά της μοδίστρας. Από 10 ετών, τα κορίτσια πήγαιναν να βοηθάνε στις ελιές, όπως μας λέει, ενώ η ίδια τελικά δεν άργησε και πολύ να γίνει μοδίστρα. Αρχικά προμήθευε την οικογένεια με τα απαραίτητα και για πολλά χρόνια στη συνέχεια, η ραπτομηχανή της τη βοήθησε να έχει ένα εισόδημα για να ζήσει στην Αθήνα με την οικογένειά της. Μετά από μια προσπάθεια να ζήσει με τον άντρα της στο εξωτερικό, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι Ελληνες τότε, κατέληξαν στην Αθήνα. Εκεί η μητέρα των 2 αγοριών (Γιώργος και Ηλίας) για πολλά χρόνια εργάστηκε ως καθαρίστρια σε σκάλες. Υπήρχε περίοδος που “έφερνε βόλτα” 11 πολυκατοικίες και ταυτόχρονα δούλευε στο πλύσιμο ταψιών σε ζαχαροπλαστεία τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Ολα τα κομμάτια της ζωής της όμως, τα αναπολεί με ενδιαφέρον και με αγάπη. Αυτό όμως που διαπιστώνει ότι είναι εντελώς έξω από τη σημερινή καθημερινότητα, είναι το κομμάτι με τα μοιρολόγια.

Η μάνα της η Ρόζα, θεωρείτο από πολλούς η πρώτη μοιρολογίστρα της περιοχής. Κέρδιζε την εκτίμηση και το σεβασμό, ακόμα και από τους ξένους. Αυτό που μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εξηγήσει η γιαγιά Αρετή, αλλά το είχε δει να συμβαίνει μπροστά της, είναι οτι η μάνα της έκλαιγε πραγματικά στις κηδείες που την φώναζαν να μοιρολογήσει. Έκλαιγε σαν να έχανε δικό της άνθρωπο. Το νεκρό τότε τον μοιρολογούσαν όλο το βράδυ. Πριν έρθει το βράδυ για το ξενύχτι του νεκρού, η μάνα της αναλογιζόταν τη ζωή του και την οικογενειακή του κατάσταση, ώστε να μπορέσει να του αφιερώσει στίχους που θα του ταίριαζαν. Ποτέ δεν θυμάται να έχει πάρει λεφτά για τη συμμετοχή της στο πένθος. Ηταν κάτι τρομερά δύσκολο όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, γιατί η γυναίκα αυτή - όπως και οι άλλες μοιρολογίστρες - γύριζε στο σπίτι της σχεδόν άρρωστη. “Δεν ξέρω πώς, αλλά άντεχε” λέει η κ. Αρετή και συνεχίζει σχετικά: “Αντεχε και την κηδεία και το μοιρολόι και μπορούσε το επόμενο πρωί να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού και του κτήματος. Οι άντρες δεν μοιρολογούσαν, μόνο έκλαιγαν. Πιστεύω πως αυτό γινόταν μόνο από τις γυναίκες, γιατί ο πόνος τους είναι διαφορετικός. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν γιατί είχαν ζήσει τον πόνο της γέννας και έτσι ένιωθαν και τον πόνο του άλλου. Δε θα ξεχάσω πόσο εντύπωση μου έκανε ένα πρωί που η μάνα μου γύρισε από το ξενύχτι. Εκατσε στο τραπέζι της κουζίνας και έκοψε μια φέτα από το καρβέλι το ψωμί από τη μία άκρη ως την άλλη. Εβαλε λάδι και το έφαγε όλο, μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Ηταν τέτοια η εξάντλησή της, που έπρεπε να πάρει ενέργεια, έφαγε μετά από τόσο μεγάλη ταλαιπωρία, γιατί έπρεπε να συνεχίσει ακόμη μια δύσκολη μέρα. Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, είναι σαν να ‘ναι “άσπρος” Χάρος ο σημερινός, σε σχέση με τον παλιό. Σήμερα όμως όλα αυτά που κάναμε τότε, μου φαίνονται φοβερά. Βλέπαμε τις γυναίκες στο θρήνο να ξεριζώνουν τα μαλλιά τους, να γρατζουνάνε το πρόσωπό τους και να τρέχει αίμα. Ηταν ακραία όσα γίνονταν και η γυναίκα ήταν εκείνη που υπέφερε πιο πολύ. Αυτό με στεναχωρεί. Τα κορίτσια είναι πολύ άξια και μπορούν να κάνουν τα πάντα. Είναι κρίμα που κάποτε ζούσαν τόσο διαφορετικά και ταλαιπωρούνταν σε διάφορα επίπεδα. Ευτυχώς σήμερα όλα είναι διαφορετικά.” καταλήγει η γιαγιά ανακουφισμένη, κάνοντας μας να νιώθουμε πιο πλούσιοι που μπορέσαμε να καταγράψουμε τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της…