Κυριακή, 29 Μαρτίου 2015 09:32

Η ηθοποιός Ολγα Πολίτου στην "Ε": "Η τέχνη είναι μια αέναη διαδικασία"

Γράφτηκε από την

Είναι από τις κυρίες του ελληνικού θεάτρου έχοντας διανύσει τέσσερις δεκαετίες γεμάτες επιτυχίες. Η Ολγα Πολίτου είναι πάντα ενεργή, καθώς το θέατρο είναι εκείνο που την κρατάει σε μια διαρκή επαφή με την τέχνη που αγάπησε από παιδί.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί μας μιλάει για το έργο της Αγκάθα Κρίστι «Η ποντικοπαγίδα» σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη, που θα παιχτεί στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας στις 3 και 4 Απριλίου, αλλά και για την πορεία της που της έχει χαρίσει μόνο όμορφες στιγμές, όπως λέει.

- Στην Καλαμάτα λοιπόν, για άλλη μια φορά!
«Ναι και χαίρομαι πολύ, γιατί στην Καλαμάτα έχω ξανάρθει κάνοντας πρεμιέρα σε μια κωμωδία με τον Γιώργο Πάντζα και την Μιμή Ντενίση το 1997. Ωστόσο παραλίγο να δουλέψω εκεί, στο ΔΗΠΕΘΕΚ το 2008 όταν ήταν διευθυντής του ο Γιώργος Τσαγκάρης, αλλά δυστυχώς δεν προλάβαμε αυτή τη συνεργασία. Τώρα λοιπόν έρχομαι ξανά, με την "Ποντικοπαγίδα", που είναι το μακροβιότερο θεατρικό έργο στον κόσμο, έχει μεταφραστεί σε 50 γλώσσες και έχει παιχτεί και στις 50 γλώσσες στον κόσμο, από το 1952 μέχρι σήμερα. Ενας Αγγλος ηθοποιός ονόματι Ράβελ που έπαιξε το ρόλο του συνταγματάρχη, έχει μπει στο βιβλίο Γκίνες γιατί έπαιξε στο ίδιο έργο πάνω από 4.700 παραστάσεις. Για εμάς είναι η δεύτερη σεζόν ήδη και βλέπουμε… Η Αγκάθα Κρίστι ξέρουμε όλοι ότι είναι η μεγαλύτερη συγγραφέας αστυνομικών έργων και θεωρείται η βασίλισσα… του εγκλήματος!».

- Το κοινό πώς προσλαμβάνει αυτή την παράσταση;
«Μου έχει κάνει εντύπωση η αφοσίωση του κοινού, που παρακολουθεί  με τεράστια προσήλωση. Η αλήθεια είναι ότι οι ρόλοι είναι αριστουργηματικοί και εξίσου ιδιαίτεροι, που δεν αφήνουν το θεατή να μην είναι δοσμένος σ’ αυτό που βλέπει. Στα διαλείμματα ξέρεις, βάζουν και στοιχήματα για το ποιος είναι ο δολοφόνος!».

- Ο δικός σας ρόλος;
«Εγώ ενσαρκώνω την κυρία Μπόιλ, που στην πορεία του έργου σημαδεύει την κάθε στιγμή του, αλλά δεν είναι κάτι που φαίνεται από την αρχή, το ανακαλύπτει σιγά-σιγά ο θεατής. Είναι βέβαια κι αυτή μια από τους ενοίκους της πανσιόν, μέσα στην οποία εκτυλίσσεται η πλοκή και σε κάθε στιγμή που περνάει αρχίζουν και "ξεγυμνώνονται" όλοι οι εμπλεκόμενοι, εκεί που στην αρχή δεν φαίνεται τίποτα… αρχίζει το ξεφλούδισμά τους».

- Είχατε δηλώσει κάποτε ότι "το κοινό έχει αλάθητο ένστικτο". Δεν παρασύρεται ωστόσο κάποιες φορές από το όνομα ίσως που βλέπει στη σκηνή και όχι από το αν είναι καλή η παράσταση;
«Ναι το πιστεύω ότι έχει ένστικτο, παρά το ότι μπορεί να παρασυρθεί είναι αλήθεια κάποιες φορές. Ομως σε τέτοια έργα όπως είναι αυτό της Αγκάθα Κρίστι, η ικανότητα της συγγραφέως είναι τέτοια που σβήνει  ό,τι στοιχείο θα μπορούσε να παραπλανήσει το θεατή. Προβάλλει μόνο και μόνο το έργο και δεν αφήνει περιθώριο να προβληθούν κάποιοι σαν σταρ. Εχει καταφέρει να μην απασχολεί το κοινό ποιος είσαι αν είσαι, εκείνη την ώρα που παίζεται η παράσταση. Τόσο πολύ απορροφάται το κοινό που δεν ξεφεύγει το μυαλό του να σκεφτεί εκείνη την ώρα ποια είναι η Ολγα Πολίτου για παράδειγμα. Παρακολουθεί το ρόλο κι όχι αυτόν που παίζει το ρόλο».

- Είστε μια ολόκληρη ζωή θέατρο. Η επιλογή αυτή πώς προέκυψε;
«Ναι έκανα μια ζωή θέατρο, πολύ θέατρο, μετά τηλεόραση και κατόπιν κινηματογράφο, αλλά και πολύ ραδιόφωνο. Είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένη μέσα μου γιατί η δική μας η δουλειά είναι δουλειά ψυχής! Οσο για την επιλογή: Γεννήθηκα στην Πάτρα αλλά από Επτανήσιους γονείς, ο πατέρας μου από την Κέρκυρα και η μητέρα μου από τη Ζάκυνθο αλλά με γονείς από την Κεφαλλονιά και την Ιθάκη. Ετσι λοιπόν ήταν και οι δύο μυημένοι στην τέχνη, την αγαπούσαν και δεν προσπάθησαν να ανακόψουν την επιθυμία μου να ασχοληθώ με το θέατρο. Μάλιστα ο πατέρας μου γνώριζε πολύ καλά θέατρο, μουσική, μου έμαθε κλασική μουσική και όπερα, μου μιλούσε για τον Μητρόπουλο και την Μαρία Κάλλας απ’ όταν ήμουν παιδάκι ακόμα. Βέβαια εγώ τότε σαν παιδί αντιδρούσα γιατί προτιμούσα να ακούω τα τραγούδια της εποχής, αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβα τι πλούτο είχαν όσα μου δίδασκε ο πατέρας μου και μου έμειναν χαραγμένα στο μυαλό μου. Ολα αυτά ήταν ακούσματα και ρυθμοί που εγώ αργότερα χρησιμοποίησα στο θέατρο. Γιατί στο θέατρο υπάρχει ρυθμός, σε κάθε παράσταση υποβόσκει ένας ρυθμός. Αυτό ήταν κάτι που το διδάχτηκα στο Εθνικό Θέατρο από τον μεγάλο Αγγελο Τερζάκη. Αλλος ο ρυθμός της κωμωδίας, άλλος της φαρσοκωμωδίας, άλλος του δράματος, άλλος της τραγωδίας».

- Πώς αποτιμάτε όλη αυτήν την πορεία;
«Εχω μια πορεία που διαρκεί πάνω από 40 χρόνια και ακόμα μαθαίνω. Είναι μια αέναη διαδικασία η τέχνη, δεν μπορείς να την εξηγήσεις. Κάθε μέρα πάνω στη σκηνή μαθαίνεις και μετά από κάθε παράσταση λες, έπρεπε να κάνω κι αυτό ή το άλλο. Ακόμα και στην παράσταση που θα δείτε, πρόσθεσα ένα στοιχείο στην τελευταία παράσταση που παίξαμε στην Αθήνα και μετά το λέγαμε με τους συναδέλφους ότι έπρεπε να προστεθεί τελικά».

- Αληθεύει ότι έχετε τρακ πριν από κάθε παράσταση;
«Πάρα πολύ, πάντα! Κάθε φορά κάνω την προσευχή μου πριν βγω. Ποτέ δεν μπόρεσα να ξεπεράσω το τρακ όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και στα τηλεοπτικά. Βέβαια ξεκινώντας να παίζω σιγά-σιγά ηρεμώ, αλλά αυτό το κράτημα τις πρώτες στιγμές πάντα υπάρχει».

- Εχετε απολαύσει όλη αυτή την καριέρα. Σκεφτήκατε ποτέ να σταματήσετε;
«Προς το παρόν νομίζω ότι ανταποκρίνομαι, αλλά στην πάροδο του χρόνου αν δω ότι δεν τα καταφέρνω, τότε ναι θέλω να τα παρατήσω γιατί δεν θέλω να βλέπει ο κόσμος ηθοποιούς πάνω στη σκηνή και να τους λυπάται. Εννοείται πως ο χρόνος επενεργεί στην ζωή μας και πόσο μάλλον όταν βγαίνουμε στη σκηνή. Το γιατί κάποιος δεν κατεβαίνει από τη σκηνή είναι ένα θέμα, αλλά είναι πολλοί οι λόγοι που δεν το κάνουν δυστυχώς. Ο θεατής όμως πρέπει να θυμάται τις ωραίες στιγμές των καλλιτεχνών».

- Υπήρξαν πολλές όμορφες στιγμές σ’ αυτή την 40χρονη πορεία;
«Πάρα πολλές κι ανεπανάληπτες, γιατί εγώ είχα την τύχη να συνεργαστώ με εξαιρετικούς σκηνοθέτες, έπαιξα όλα τα είδη θεάτρου.  Εκείνο που είχα επίσης την τύχη να μου συμβεί, είναι ότι δεν ταυτίστηκα με ρόλους ή με είδη θεάτρου. Εκεί που έκανα τραγωδία, μετά έκανα τραγωδία και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Δεν με "σφράγισαν" με κανένα είδος και επίσης δεν με μπέρδεψαν ποτέ με κανέναν ρόλο απ’ όσους υποδύθηκα».

- Αυτό ήταν θέμα τύχης ή επιλογών;
«Οχι τύχης, επιλογών. Γιατί οι συνεργασίες είναι εκείνες που στηρίζουν την διαδρομή σου. Ο σκηνοθέτης, οι συνάδελφοι, τα συνεργεία των τεχνικών. Ολοι αυτοί που επιλέγεις να δουλέψεις μαζί τους, συνθέτουν αυτό που γίνεσαι στην πορεία, δεν φτάνει να είσαι μόνο καλός ηθοποιός. Εμένα όλοι αυτό οι άνθρωποι με έκαναν πάντα και πατούσα γερά στα πόδια μου».

- Ασχημες στιγμές υπήρξαν;
«Πολύ λίγες και σβήσανε κιόλας, δεν μένουν όταν οι καλές είναι πολλές. Ούτε καν σαν κακή ανάμνηση».

- Εχουμε καλούς ηθοποιούς στην Ελλάδα;
«Εχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς που πολλές φορές μπορώ να τους πω και θαυματοποιούς με τις συνθήκες που δουλεύουμε στην Ελλάδα. Αν ξένοι ηθοποιοί έρχονταν να δουλέψουν έτσι όπως δουλεύουμε στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσαν να αρθρώσουν ούτε λέξη. Εμείς όμως δημιουργούμε συνεχώς. Πώς να μην είναι λοιπόν καλοί οι ηθοποιοί μας, οι σκηνοθέτες μας που κάνουν τέχνη από το τίποτα πολλές φορές».

- Ναι, αλλά έχουμε και ηθοποιούς που "δεν τα λένε" και μπήκαν στο χώρο για τη λάμψη...
«Δυστυχώς το 1978 καταργήθηκε η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος του ηθοποιού, με την προϋπόθεση τότε ότι θα γινόταν μια πανεπιστημιακή σχολή. Εμείς όταν τελειώναμε το Εθνικό, για να μας χρίσουν ηθοποιούς έπρεπε να έχουμε τρία χρόνια ένσημα στη δουλειά και μόνο τότε έπαιρνες την άδεια. Μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν έχει γίνει σχολή, με αποτέλεσμα να μπαίνουν στο χώρο άνθρωποι που δεν είχαν τις γνώσεις που απαιτεί το θέατρο. Γιατί ξέρεις, το θέατρο έχει πολλά μυστικά. Και σήμερα δεν υπάρχουν δάσκαλοι να μάθουν στα νέα παιδιά τα μυστικά αυτά, το βλέπω σε νέους ηθοποιούς πολύ συχνά. Ομως όποιος δεν ξέρει τα μυστικά, αργά ή γρήγορα το σανίδι τον πετάει».


ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλαίος. Σκηνοθεσία: Μανούσος Μανουσάκης. Σκηνικά - κοστούμια: Δέσποινα Βολίδη. Φωτισμοί: Νίκος Καβουκίδης. Μουσική επιμέλεια: Μανώλης Μανουσάκης.
Τους ρόλους ερμηνεύουν οι: Γιάννης Αϊβάζης, Αγγελική Δαλιάνη, Κάτια Νικολαΐδου, Θοδωρής Αντωνιάδης, Λευτέρης Δημητρόπουλος. Μαζί τους η Ολγα Πολίτου, ο Γιώργος Ματαράγκας και ο Πέτρος Ξεκούκης.
Παραστάσεις: Παρασκευή 3 Απριλίου 21:00, Σάββατο 4 Απριλίου 18:00 και 21:00. Τιμές εισιτηρίων: 20 €, 15 € φοιτητικό, 12 € ανέργων.