Παρασκευή, 10 Απριλίου 2015 20:34

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Εύας Σταματοπούλου

Με την πρώτη της ποιητική συλλογή, ήρθε πριν από λίγους μήνες να ταράξει τα νερά της σύγχρονης Ελληνικής ποίησης... Η Καλαματιανή Εύα Σταματοπούλου έγραφε εδώ και χρόνια, αλλά μόλις πρόσφατα αποφάσισε να μπει στον κόσμο των εκδόσεων.

Τα ποιήματά της σφύζουν από συναισθήματα και ερωτηματικά για τη ζωή και το θάνατο, όπως άλλωστε και η ίδια η ποίηση... Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Poema του Βασίλη Ρούβαλη. 

- Πώς αποφάσισες να εκδώσεις τελικά τα όσα για χρόνια έκρυβες στα συρτάρια σου;

"Γράφω από τα 12 μου χρόνια, όταν ξαφνικά, ένα ζεστό μεσημέρι καλοκαιριού, πήρα χαρτί και στυλό και έγραψα 5 συνεχόμενα ποιήματα (αρχής γενομένης από το ποίημα «Εύα»). Με βάση διάφορα ερεθίσματα, συνέχισα στα 15 ("Καθρέπτης", "Επιτάφιος"), τα 16, τα 17 ("Αρκεί να γράφω") κ.ο.κ. Εδειξα κάποια από τα πρωτόλεια ποιήματα αυτά σε φίλους και γνωστούς φιλολόγους, άλλοι με επαίνεσαν άλλοι μου αποκρίθηκαν ότι θέλουν δουλειά. Από τότε άρχισα να δείχνω τα «παιδιά» μου αυτά σε φίλους. Η σημαντικότερη συμβολή ήταν της κυρίας Αννας Σιαδήμα - Ψάρρη, του κυρίου Γιάννη Κουβαρά, έγκριτων φιλολόγων, ποιητών και καλών φίλων και της ξαδέρφης μου Αντζελας. Αυτοί με προέτρεψαν να τα εκδώσω. Πείσθηκα και από άλλους φίλους εδώ στην Καλαμάτα ότι το έργο μου άξιζε να το μοιραστώ με τον υπόλοιπο κόσμο, όσο και εάν αυτό με πόνεσε, όσο και εάν ένιωσα γυμνή και εκτεθειμένη. Νιώθω καλά, ωστόσο που το έκανα και επιφυλάσσομαι για τα υπόλοιπα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά".


- Ηταν για σένα τελικά μια λυτρωτική διαδικασία;

"Ναι ήταν, παρά το γεγονός ότι ένιωσα και όπως η μάνα που αποχωρίζεται τα παιδιά της. Λυτρωτική και δημιουργική (εκεί ένιωσα την «κάθαρση») ήταν η βραδιά που παρουσίασα την πρώτη μου ποιητική συλλογή στις 29 Νοεμβρίου 2014 στο ξενοδοχείο «"Rex» στην Καλαμάτα. Εκεί ένιωσα την ανάσα του κοινού επάνω μου, τη γοητεία των λέξεων, το θάνατο και τη γέννηση στίχων αλλά και αισθήσεων. Εκεί οι λέξεις απέκτησαν το κέντρο βάρους τους, στροβιλίστηκαν στη συνείδηση του κοινού, με γέμισαν χαμόγελα και δάκρυα και με έντυσαν με μια μουσική φωνή και με απαγγελία πέραν του συμβατικού (οπότε οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους συντελεστές της βραδιάς)".


- Η γέννηση και ο θάνατος εμφανίζονται συχνά τα ποιήματά σου. Είναι έννοιες και οντότητες διαφορετικές ή ίδιες με άλλο πρόσωπο;

"Νομίζω ότι είναι συγγενικές έννοιες και οντότητες. Συμβατικά θεωρούμε ότι η γέννηση προηγείται του θανάτου. Ο ποιητής, ωστόσο, πανηγυρίζει και ορίζει τη γέννηση ως επακόλουθο του θανάτου, έτσι ώστε, μετά τον πόνο και το πένθος, να ντύνει ο ποιητής το κοινό του με ρούχα νεογνών και με ζιπουνάκια εμβρύων".


- Πόσο διαφορετικός νιώθεις να είναι ο κόσμος των άλλων και ο κόσμος ενός ποιητή;

"Νομίζω ότι τέμνονται οι γραμμές των δύο κόσμων. Ο ποιητής είναι όπως ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας με τη μόνη διαφορά ότι επαγρυπνεί και, μόλις νιώσει την έμπνευση να έρχεται, αρπάζει στυλό και χαρτί και καταγράφει αυτό που ο απλός άνθρωπος δεν θεωρεί σημαντικό. Είναι θέμα γωνίας θέασης και οράματος. Ο ποιητής εντάσσεται κατόπιν στον κύκλο του τόπου και του χρόνου του και απλά δουλεύει ή ΔΕΝ δουλεύει τα πονήματά του. «Τα βήματα του βαριά στο σανίδι», πολλές φορές θεατροποιεί τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, θεατρίνος, φωτιστής, και σκηνοθέτης συνάμα. Και ο απλός άνθρωπος αέναος θεατής". 


- Η ποίηση συντελεί στο να μείνει "αναλλοίωτο το φως της ψυχής"; Το σβήνει, το κάνει να τρεμοπαίζει;

"Οχι - το φως μεταλαμπαδεύεται και η ποίηση φωτίζει άπλετα την ψυχή της ποιήτριας και, ελπίζω, του κοινού. Δεν το σβήνει, ελαφρά τρεμοπαίζει και παίζει κρυφτό και κυνηγητό με το κοινό. Το φως δεν έρχεται συμπληρωματικά, δεν έχει προβλεπόμενη χρήση, παρά μόνο διαγράφει ένα τόξο και εκεί μέσα ανασταίνονται τα στιχάκια. Στρογγυλά ή όχι, νοερά ή πραγματικά, δεν το ξέρω, εγώ τα κουβαλάω και σας τα μεταφέρω".