Αν θες να ξέρεις λοιπόν, εκείνος που παίρνει ένα κομμάτι κρέας πιο αχαμνό κι από μια αρρωστιάρα κότα και το κάνει ολόκληρο παιδί, που του δίνει φασολοζούμι ή γάλα, αυτός που πάει και δουλεύει πότε στο καμίνι, πότε στα νταμάρια του Χωριανόπουλου, πότε ξενοπλένοντας από την αυγή ως το σούρουπο στη γυναίκα του Χωριανόπουλου -καλά νάναι η γυναίκα, πολύ μου στάθηκε-, αυτός που του βάζουνε να φάει ένα κομμάτι τυρί ή ένα γλυκό και το χώνει στην τσέπη να σου το φέρει, αυτός που ξενυχτάει να σου βάζει κομπρέσες με λιναρόσπορο όταν έχεις πυρετό, αυτός που σε βγάζει έξω να κατουρήσεις τη νύχτα, γιατί είσαι και σκιάχτης, ε αυτός είναι και μάνα και πατέρας. Αυτό να της πεις ότι παράγγειλα της κυρίας Βάσως. Κι ας πάρει καλύτερα ένα ορφανό να το αναστήσει, να καταλάβει τι θα πει να τσιτσιρίζουν την ψυχή του παιδιού που με τόσο έμπα ψυχή έβγα ψυχή προσπαθείς να το μεγαλώσεις.
Ενα παιδί δεν είναι παίξε γέλασε. Δεν γίνεται την ώρα που σηκώνει η πάσα μια τα πόδια της. Γίνεται την ώρα που του κτυπάς κάθε πρωί το αυγό με τη ζάχαρη να γίνει τσικολάτο, που το χαϊδεύεις για να πάρει θάρρος και του τις βρέχεις όταν γίνεται οξαποδός όπως ελόγου σου. Ε, όλα τούτα, εγώ έλαχε να τα κάνω για σένα. Οχι γιατί περιμένω να πεις σπολλάτη. Ούτε για να δω άσπρη μέρα από σένα, που δεν είδα ούτε από τους γιους και τις κόρες μου, μόνο βάσανα, βάσανα, βάσανα. Τίποτα δεν περιμένω από σένα, παρά να γίνεις άνθρωπος. Και το κτύπημα του αργαλειού λίγο-λίγο είχε αρχίσει να γίνεται τόσο άγριο που λες και θα πέφτανε και όσα κεραμίδια είχαν απομείνει.
Γ.Π. Μασσαβέτας