Κυριακή, 12 Ιουλίου 2020 14:52

Ένας χρόνος κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας: «Πορεία στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα»

 

Του Γιάννη Διονυσόπουλου, διδάκτορα Οικονομικών Επιστημών,

Αν. Γραμματέα Τομέα Επιστημόνων Κινήματος Αλλαγής - ΠΑΣΟΚ

Μέλους ΣτΑ Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας

Ήδη η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έκλεισε ένα χρόνο και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν αφενός ότι, το πολιτικό σκηνικό που δημιουργήθηκε από την επομένη των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019 δεν έχει αλλάξει με τη Νέα Δημοκρατία να είναι πολύ μπροστά από το ΣΥΡΙΖΑ και με το Κίνημα Αλλαγής να παγιώνεται σταθερά στην τρίτη θέση και αφετέρου τους πολίτες να δηλώνουν ότι ανησυχούν για την πορεία της οικονομίας, την αύξηση της ανεργίας, για την περαιτέρω εξέλιξη της πανδημίας του κορονοϊού, ότι δεν επιθυμούν εκλογές, και ότι φοβούνται θερμό επεισόδιο με την Τουρκία.

Κάνοντας μια γρήγορη ανασκόπηση, θα δούμε ότι, από την αρχή ο κ. Μητσοτάκης στην πρώτη του κυβέρνηση επέλεξε πρόσωπα και από άλλους πολιτικούς χώρους- κυρίως από το ΠΑΣΟΚ - πρόσωπα της αγοράς και τοποθέτησε πρόσωπα με τα οποία ο ίδιος είχε στενή συνεργασία, αλλά δεν ήταν ευρύτερα γνωστοί ακόμα και στους τομείς που σήμερα έχουν κληθεί να διαχειριστούν. Επιπλέον έδειξε ότι θα ακολουθήσει διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης καθότι το πρώτο νομοσχέδιο της κυβέρνησης του αφορούσε το «επιτελικό κράτος», ένα συγκεντρωτικό και υδροκέφαλο σύστημα όπου τα πάντα περνούν και ελέγχονται από το Μέγαρο Μαξίμου, που «καθορίζει τα πάντα», με 6 γραμματείες, 3 τομείς, 12 γραφεία και εκατοντάδες μετακλητούς και προϊσταμένους.

Σ΄ αυτόν το χρόνο διακυβέρνησης, θα μπορούσαμε αφενός να πιστώσουμε στην κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη την θετική αντιμετώπιση της κρίσης στον Έβρο - με το φράχτη έργο του ΠΑΣΟΚ να παίζει καθοριστικό ρόλο - με την ασύμμετρη απειλή στα ελληνοτουρκικά σύνορα, αλλά αφετέρου να της αποδώσουμε ευθύνες για την έλλειψη στρατηγικού σχεδίου και αποφασιστικότητας την περίοδο που η Τουρκία συνυπέγραψε μνημόνιο με τη Λιβύη και προχώρησε στην αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Στην αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, στην κυβέρνηση πιστώνεται - αν και με μικρές καθυστερήσεις που ευτυχώς δεν κόστισαν - η επιτυχής, προς το παρόν, αντιμετώπιση του. Η επιλογή της κυβέρνησης για lockdown και για αναλυτική ενημέρωση της κοινής γνώμης, υπήρξε σωστή και οδήγησε στα επιθυμητά αποτελέσματα στο μέτωπο της υγείας και ενίσχυσε τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Η πανδημία ανέτρεψε τα κυβερνητικά σχέδια «διάλυσης» του ΕΣΥ και οι Κινητές Ομάδες Υγείας έγιναν μετά από πρόταση και πίεση του Κινήματος Αλλαγής. Ακόμη δεν γνωρίζουμε πόσο κόστισε η κρίση του κορονοϊού, από πού χρηματοδοτήθηκαν οι σχετικές δαπάνες, ποιο τμήμα τους και με ποιο τίμημα δόθηκε στον ιδιωτικό τομέα και  με την κυβέρνηση να συνεχίζει να αρνείται την ένταξη των υγειονομικών του ΕΣΥ στα βαρέα και ανθυγιεινά.

Αν και ψήφισε μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ στη φορολογία επιχειρήσεων, στον φόρο επιτηδεύματος, όλα πλέον θα εξαρτηθούν από τα νέα δεδομένα, όπως το βάθος της ύφεσης που σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία θα κυμανθεί φέτος στο 9%, την ανεργία που αυξάνεται, την ρευστότητα στην αγορά, τις επενδύσεις, τη βοήθεια από το Ταμείο Ανάκαμψης κ.α.

Πριν ακόμη την κρίση της πανδημίας, η ανάπτυξη και οι επενδύσεις παρέμεναν απλά ευχολόγια. Η απορροφητικότητα του ΕΣΠΑ 2014-2020 καθηλωμένη στο 35%! Γενικώς η εντύπωση που υπάρχει στην αγορά είναι ότι η κυβέρνηση πορεύεται χωρίς σχέδιο, χωρίς στρατηγική, μόνο με εξαγγελίες «εκ του προχείρου»!

Με πρόσχημα την κρίση η κυβέρνηση οδηγεί σε γενίκευση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και στην μεγάλη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων - Πρόγραμμα “ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ”, ενώ με το άρθρο 9 της ΠΝΠ προωθείται η γενίκευση της εκ περιτροπής εργασίας και οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις υπονομεύονται. Ο νόμος Βρούτση (4670/2020) υιοθετεί τις ρυθμίσεις Κατρούγκαλου και ενσωματώνει όλες σχεδόν τις διατάξεις του και οδηγεί σε μεγάλη μείωση των νέων συντάξεων. Το σκάνδαλο με τα voucher απέδειξε την πρόσδεση τους Κυβέρνησης σε συγκεκριμένα συμφέροντα και τον εμπαιγμό τους επιστήμονες αυτοαπασχολούμενους.

Όσον αφορά την ανεργία, οι διάφοροι οργανισμοί εκτιμούν ότι στην Ελλάδα το 2020 θα κυμανθεί μεταξύ του  21%-26%.

Στην Εκπαίδευση, παρατηρείται σοβαρή οπισθοδρόμηση καθώς αφαιρούνται ή μειώνονται από το σχολικό πρόγραμμα βασικά γνωστικά και μαθησιακά πεδία από τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για το αναβαθμισμένο ολοήμερο Δημοτικό με το αναμορφωμένο πρόγραμμα. Υποβαθμίζεται η πανεπιστημιακή εκπαίδευση με την πρόβλεψη για συμμετοχή αποφοίτων Κολεγίων στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, που αφορούν την πρόσληψη εκπαιδευτικών.

Οι αγρότες που επλήγησαν από την κρίση, ακόμη περιμένουν τις ενισχύσεις που θα καλύψουν τις ζημιές που υπέστησαν και δεν υπάρχει καμία αλλαγή στον κανονισμό του ΕΛΓΑ και την αναγκαία διεύρυνση των καλύψεων του λόγω της κλιματικής αλλαγής. Κανένας διάλογος δεν έχει γίνει και καμία προετοιμασία ενόψει της νέας Κ.Α.Π.

Ο Τουρισμός βρίσκεται χωρίς στήριξη την πιο κρίσιμη ώρα, αντί να μειώσει η κυβέρνηση τον ΦΠΑ σε εστίαση, διαμονή στο 6%, να προχωρήσει σε μηδενική προκαταβολή φόρου και στο Πρόγραμμα επιδότησης εργασίας, όπως είχε προτείνει το Κίνημα Αλλαγής, αντ’ αυτού η Κυβέρνηση ασχολήθηκε μόνο με την μείωση του ΦΠΑ σε καφέ και πορτοκαλάδα και σε ένα μίζερο πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού. Μετά από τις παρεμβάσεις του Κινήματος Αλλαγής ακυρώθηκε ο σχεδιασμός για τον διαχωρισμό των τουριστικών περιοχών σε «ζώνες», κάτι που θα καταδίκαζε την οικονομία των νησιών μας.

Η διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος συνεχίζει να αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο στον κ. Μητσοτάκη, αν και είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες αντιμετώπισης του θέματος, κατηγορώντας την προηγούμενη κυβέρνηση για έλλειψη πολιτικής βούλησης και διαχειριστική αδυναμία. Οι ως τώρα χειρισμοί δεν έχουν δείξει μεγάλες διαφορές και η επανίδρυση του υπουργείου Μετανάστευσης που ο κ. Μητσοτάκης με απόφασή του είχε καταργήσει, δεν συγκαταλέγεται στα θετικά. Η εικόνα στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου με τους προσφυγικούς καταυλισμούς δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα σε σχέση με το παρελθόν.

Η έλλειψη από την κυβέρνηση ενός μεταβατικού βραχυπρόθεσμου προγράμματος από την εποχή του κορονοϊού, και ακολουθώντας την τακτική «βλέποντας και κάνοντας» θα έχει επιπτώσεις δυστυχώς βαριές σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας μας.