Σάββατο, 07 Νοεμβρίου 2020 19:40

Το τέλος του «Κράτους-Πολύφημου»: η ανάγκη υιοθέτησης μια συνεκτικής πολιτικής δημόσιας ασφάλειας στη Μεσσηνία


Του Νικολάου Ε. Θεοδώρου*

Τις περασμένες εβδομάδες, η κοινωνία της Μεσσηνίας συγκλονίστηκε από το τραγικό γεγονός στην Πιπερίτσα αλλά κυρίως από τα επακόλουθά του τα οποία έλαβαν πανελλήνια διάσταση και προβολή. Παρ’ ότι η ενεργοποίηση των μηχανισμών του οργανωμένου κράτους για τη σύλληψη και δίωξη του δράστη υπήρξε άμεση και αποτελεσματική, η πολιτεία απέτυχε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τη δράση οργανωμένων ομάδων που με επίκληση του γεγονότος αυτού διέπραξαν πληθώρα εγκληματικών πράξεων, από παρακώλυση συγκοινωνιών μέχρι επικίνδυνες σωματικές βλάβες και φθορές ξένης ιδιοκτησίας, περιφρονώντας τη νομιμότητα και προκαλώντας σοβαρό κλονισμό στο ήδη αδύναμο αίσθημα ασφαλείας του απλού πολίτη στην περιοχή μας.
Την ίδια στιγμή, οι υπεύθυνοι εκπρόσωποι τόσο σε κεντρικό όσο και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο, περιορίστηκαν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, σε δηλώσεις κατευνασμού και σε γενικόλογες διαπιστώσεις και παραινέσεις, επιδεικνύοντας μάλλον την απροθυμία τους για ουσιαστική επίλυση του προβλήματος της παραβατικότητας που έχει καταστήσει πλέον σχεδόν αφόρητη τη διαβίωση όχι μόνο σε πολλά χωρία του κάμπου της Μεσσηνίας αλλά ακόμα και σε γειτονιές μια ανάσα από το κέντρο της Καλαμάτας.
Είναι προφανές το ζήτημα της απόκλισης πολλών μελών μιας κοινωνικής ομάδας απαιτεί συνολική αντιμετώπιση και συνδυαστικά μέτρα, με έμφαση στην πρόληψη. Ταυτόχρονα όμως, είναι υποχρέωση του κράτους και της αυτοδιοίκησης να εξασφαλίσουν επιτέλους την ακεραιότητα και την περιουσία των πολιτών σε όλη την επικράτεια, αντιστρέφοντας την τάση ερημοποίησης της μεσσηνιακής υπαίθρου. Ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον από τα βασικά.

Μια ολοκληρωμένη στρατηγική ασφάλειας με θεσμικό και κοινωνικό υπόβαθρο

Ο γράφων έχει ήδη από ετών προτείνει δημόσια τη μετεξέλιξη και πλήρη ενεργοποίηση υφιστάμενων θεσμικών εργαλείων αλλά και την υλοποίηση νέων, τολμηρών πρωτοβουλιών εκ μέρους του κράτους και της αυτοδιοίκησης στην κατεύθυνση αυτή. Ειδικότερα, τα προτεινόμενα μέτρα συνίστανται:
- στη μετατροπή του υφιστάμενου σε κάθε Δήμο Συμβουλίου Πρόληψης Παραβατικότητας σε πραγματικό Δημοτικό Συμβούλιο Ασφαλείας με τη συμμετοχή, στο υψηλότερο επίπεδο, εκπροσώπων της εισαγγελικής αρχής (πλην της δημοτικής και της αστυνομικής) αλλά και των συναφών επιστημονικών και κοινωνικών φορέων. Εντός του Συμβουλίου θα λειτουργεί συντονιστική επιτροπή με μέλη το Δήμαρχο, τον Αστυνομικό Διευθυντή και τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, που θα εποπτεύουν σε εβδομαδιαία βάση την εφαρμογή των αποφάσεών του. Στην περίπτωση των Δήμων Καλαμάτας και Μεσσήνης, χρήσιμη και σκόπιμη θα ήταν η λειτουργία Διαδημοτικού Συμβούλιου Ασφαλείας με συμμετοχή και των δύο Δημάρχων, δεδομένων των κοινών προκλήσεων στον τομέα της εγκληματικότητας, ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερος συντονισμός. Στο πλαίσιο του Συμβουλίου αυτού πρέπει να ενταχθεί και να λειτουργήσει άμεσα και το εξαγγελθέν Συντονιστικό Κέντρο μεταξύ Δημοτικής και Ελληνικής Αστυνομίας στην Καλαμάτα, που δυστυχώς δεν έχει ακόμα ενεργοποιηθεί. Σημαντική είναι εν προκειμένω και η στελέχωση του Συμβουλίου με το κατάλληλο επιχειρησιακό και επιστημονικό προσωπικό.
- στη διαμόρφωση, κατόπιν ευρύτατης διαβούλευσης στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενός ολοκληρωμένου Σχεδίου Πρόληψης και Αντιμετώπισης Παραβατικότητας με κατάλληλη επιστημονική τεκμηρίωση, συγκεκριμένους, μετρήσιμους στόχους (ετήσιους, τριμηνιαίους και μηνιαίους) υπό διαρκή αξιολόγηση και έμφαση σε δράσεις πρόληψης.
- στην προμήθεια και λειτουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης και έγκαιρης προειδοποίησης σε πολλά καίρια σημεία όπου εντοπίζεται οξυμένη παραβατικότητα.
- στον ορισμό, με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενός υπεύθυνου Συντονιστή σε κάθε γειτονιά και χωριό, που θα εποπτεύει σε διαρκή βάση την εφαρμογή των δράσεων αντεγκληματικής πολιτικής.
- στην υιοθέτηση έξυπνων μορφών αστυνόμευσης και πρόληψης παραβατικότητας, με αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά και ενίσχυση της ΟΠΚΕ και της ομάδας ΔΙΑΣ. Η πρόσφατη εξαγγελία για προσωρινή ενίσχυση της ΟΠΚΕ με 30 άτομα, είναι μεν θετική αλλά μοιάζει περισσότερο επικοινωνιακή και αποσπασματική.
- στην εξέταση του ενδεχομένου της κατά περίπτωση σύστασης στα χωριά και τις γειτονιές Ομάδων Πολιτών για την Πρόληψη της Εγκληματικότητας, με κατάλληλη εκπαίδευση και πάντοτε υπό τις οδηγίες της Ελληνικής Αστυνομίας και του τοπικού Συντονιστή, οι οποίες θα τη βοηθούν, με κάθε πρόσφορο τρόπο, στο έργο της.
- σε εκπαιδευτικές και ενημερωτικές δράσεις με προτεραιότητα στις γνωστές προβληματικές περιοχές και κοινωνικές ομάδες, σε συνεργασία με φορείς της κοινωνίας των πολιτών.

Κράτος με ανοιχτά μάτια ή με ευαισθησίες à la carte;

Στη δύσκολη εποχή που όλοι μας βιώνουμε, το αίσθημα ασφάλειας παίζει καθοριστικό ρόλο για τη διατήρηση της ευαίσθητης κοινωνικής μας ισορροπίας. Το κράτος δικαίου δεν μπορεί να λειτουργεί πλέον ως μονόφθαλμος Κύκλωπας που από τη μια κουνάει επιδεικτικά το δάχτυλο σε ατομικούς παραβάτες «της μάσκας» και από την άλλη ανέχεται είτε αυτόκλητους «εκδικητές» με οποιοδήποτε πρόσχημα είτε μαζικές συγκεντρώσεις εκατοντάδων ή χιλιάδων ανθρώπων που παρανομούν και συνιστούν υγειονομική βόμβα. Εργαλεία πρόληψης και καταστολής υπάρχουν και είναι πανίσχυρα, αν υπάρχει όμως βούληση. Και αυτό έχει επανειλημμένα αποδειχθεί. Ήρθε λοιπόν η στιγμή της αλήθειας για όλους τους εκλεγμένους και υπεύθυνους εκπροσώπους της τοπικής μας κοινωνίας: η στιγμή που θα αποδείξουν αν έχουν το αίσθημα ευθύνης και κυρίως το σθένος να περάσουν- ενωμένοι θεσμικά και όχι αυτενεργώντας αντιπαραγωγικά- από τις διαπιστώσεις στις αποφάσεις και από τη θεωρία στην πράξη. Ας ελπίσουμε, για το καλό όλων μας, ότι κάποιοι τα διαθέτουν.

* Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.
Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr