Σάββατο, 30 Ιανουαρίου 2021 15:30

Καλό σου ταξίδι, Μπάμπη

Με δέος και συγκίνηση πληροφορήθηκα αιφνίδια την Τρίτη 26/1 νωρίς το πρωί την εκδημία ενός υπέροχου ανθρώπου, του Χαραλάμπους Ιωάννη Μαρτίνου.

Αγνοώντας τη σύντομη ασθένειά του, στο άκουσμα της μαύρης είδησης σωριάστηκε μπροστά μου η εικόνα ενός υποδείγματος καθαρού, ηθικού και έντιμου πολίτη με πολλή αρχοντιά, γνώση, εμπειρία και κέφι για ζωή.
Ανώτατος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, υπηρέτησε με ακεραιότητα ως Υπολιμενάρχης και Λιμενάρχης στα λιμάνια του Αλιβερίου, της Καβάλας, της Πύλου, του Πειραιά και αλλού. Αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αρχιπλοιάρχου.
Χτυπημένος από τη μοίρα από πολύ νωρίς, ορφανεύοντας από τον πατέρα του Ιωάννη στην ανατίναξη του τρένου στη Μεγαλόπολη τις μέρες Κατοχής, έδωσε σκληρούς αγώνες από τους οποίους βγήκε νικητής.
Το μεγαλύτερο τρόπαιό του ήταν η πανέμορφη οικογένειά του με τη γυναίκα του Λίτσα και τις δύο θυγατέρες τους, Γεωργία και Ελισάβετ.
Ευτύχησε να δει να γεννιέται και να μεγαλώνει κοντά του ο εγγονός του Γιάννης, από το γάμο της κόρης του Γεωργίας με τον Κυπαρίσσιο επιχειρηματία Σέμη Στρατικόπουλο.
Είναι αλήθεια ότι πικράθηκε πολλές φορές στη ζωή του από συμπεριφορές ακατάληπτες.
Τον Ιούνιο 2016 πραγματοποιήσαμε επίσκεψη όλοι μαζί οι άντρες της οικογένειας, αλλά και οι συνάδελφοί μου, στο Αγιο Ορος. Είχε ενθουσιαστεί από τον τηλαυγή Αθωνα, το περιβάλλον, τη φύση και τα ιερά κειμήλια.

Καλό σου ταξίδι, θείε Μπάμπη.
Θα μείνεις για πάντα στην καρδιά μας.
Ελαφρύ το χώμα της Κυπαρισσίας που τόσο αγάπησες.

Στη μνήμη σου αφιερώνω το πιο κάτω μοιρολόι από την έκδοση Μοιρολόγια Τριφυλίας (Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου) του Βασίλη Π. Ματσινόπουλου, εκδόσεις Δεδεμάδη, Αθήνα 2008, σελ. 294, 295:

Τον έγραφαν με τους αποθαμένους

Πουλάκι (ν) εταξίδευε από μακρύ ταξίδι
και ήρθε κι αποκούμπησε στης εκκλησιάς την πόρτα,
μάειδε λαλούσε σαν πουλί, μάειδε σα(ν) χελιδόνι
μόνο λαλούσε κι έλεγε με ανθρώπινη φωνίτσα!...
Κι ο μπάρμπας τ’ αφουγκράστηκε κι η θεια του το ρωτάει:
- Τι έχεις, πουλί, και δε(ν) λαλείς; Τι έχεις, πουλί, και κλαίεις;
- Εχτές, προχτές, που πέρναγα απ’ το Νεκροταφείο,
τον μπάρμπα τον εγράφανε με τους αποθαμένους!...
Κι ώσπου τόειπη το πουλί, ο μπάρμπας ξεψυχάει!

Πουλάκι πήγε κι έκατσε στο ρέχτι του σπιτιού μας…
Δεν εκηλάιδα σαν πουλί, μήδε σα(ν) χελιδόνι,
παρ’ εκηλάιδα κι έλεγε με ανθρώπινη φωνίτσα:
- Εσύ, που σπέρνεις, μάτια μου, του χρόνου δε(ν) θα σπείρης!
- Και πού το ξέρεις, ρε πουλί, του χρόνου δε(ν) θα σπείρω;
- (Ν)εψές, προψές επέρασα στου Χάρου τα σαράγια
κι ακώ το Χάρο σ’ έγραφε με τους αποθαμένους!...

(Έ)νας ζευγολάτης έσπερνε σ’ ένα βαθύ χωράφι
κι ένα πουλί ήρθε και έκατσε στου αλετριού το χέρι,
στο ζευγολάτη μίλησε με ανθρώπινη φωνίτσα:
- Εδώ πού σπέρνεις σήμερα, στερνά δε θα θερίσης!
- Και πού το ξέρεις, ρε πουλί, στερνά δε θα θερίσω;
- Εχτές, προχτές επέρασα στου Χάρου τα σαράγια
και είδα πως σ’ εγράφανε στου Χάρου τα δεφτέρια
(ή: στους πεθαμένους σ’ έγραφαν, στου Χάρου τα δεφτέρια!)

Ηλίας Π. Γιαννόπουλος
Δικηγόρος Αθηνών
Γλυφάδα, 27-1-2021