Κυριακή, 03 Σεπτεμβρίου 2023 22:30

Ενόψει διμερούς διαλόγου ο Ερντογάν μας «υπενθυμίζει» Κύπρο, Σμύρνη και Μάτζικερτ

του Χρήστου Καπούτση

Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά, τα καλά νέα, που σχετίζονται με το επίπεδο των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία. Από τις αρχές του χρόνου (2023), υπάρχει μια σχετική ηρεμία στο Αιγαίο, καθώς έχουν περιοριστεί στο ελάχιστον, οι παραβιάσεις του Εθνικού μας εναερίου χώρου και οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών, πάνω από ελληνικά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες. Η τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο, συνιστά έμπρακτη αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία και κυρίως, μετά την επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Α. Μπλίνκεν σε Αθήνα και Άγκυρα, διαμορφώθηκε μια «κουλτούρα» διμερούς διαλόγου με στόχο την εκτόνωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που κατά την αμερικανική διπλωματία θεωρείται αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η επιχειρησιακή ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης εμπλοκής του ΝΑΤΟ στο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Και ασφαλώς, προκειμένου να διαφυλαχτεί η σταθερότητα και η ενεργειακή ασφάλεια    στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Στο πλαίσιο αυτό, δηλαδή της «καταλλαγής των παθών»    και με προοπτική την ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη των φίλων, συμμάχων και γειτονικών κρατών, συμφωνήθηκαν δύο σημαντικές συναντήσεις.
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης θα συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν στις 5 Σεπτεμβρίου στην Άγκυρα. Θα συζητηθούν θέματα διμερούς ενδιαφέροντος και «θα προετοιμαστεί και η επικείμενη νέα συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν στο διάστημα από 18 έως 20 Σεπτεμβρίου στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη αλλά και την επόμενη της Θεσσαλονίκης», όπως δήλωσε ο Κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Μαρινάκης.
Η προοπτική ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι θετική εξέλιξη, υπό την προϋπόθεση ότι ο διάλογος δεν θα οδηγήσει σε υποχωρήσεις από πάγιες εθνικές θέσεις και παραχωρήσεις σε θέματα που άπτονται της    Ελληνικής κυριαρχίας, όπως για παράδειγμα, το επίμονο τουρκικό αίτημα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Και εδώ μάλλον τελειώνει το καλό σενάριο, καθώς το επόμενο βήμα ανήκει    στο λυκόφως των ελληνοτουρκικών, αφού δεν θα πρέπει να μείνουν ασχολίαστες, τόσο η ανακοίνωση του ΝΑΤΟ , όσο και οι δηλώσεις του Προέδρου της Τουρκίας Τ. Ερντογάν ,    που έγιναν    με αφορμή την μέρα εορτασμού του Τουρκικού Στρατού. Ενέργειες που επιβεβαιώνουν την φιλοτουρκική στάση του ΝΑΤΟ και την τουρκική αδιαλλαξία.
H ΝΑΤΟϊκή Διοίκηση Χερσαίων Δυνάμεων (LANDCOM), με έδρα τη Σμύρνη, ανήρτησε στο λογαριασμό της συγχαρητήριο μήνυμα στην Τουρκία με αφορμή τον καθιερωμένο εορτασμό (30 Αυγούστου), της λεγόμενης «Ημέρας Νίκης», επειδή τη μέρα αυτή (30 Αυγούστου του 1922)    ξεκίνησε η επίθεση των κεμαλικών δυνάμεων και οδήγησε στην ήττα του ελληνικού Στρατού στο Μικρασιατικό Μέτωπο και την ολοσχερή καταστροφή της Σμύρνης.
Άμεση ήταν η αντίδραση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Ο επικεφαλής της    Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Εξωτερικών, προέβη σε    γραπτό διάβημα στη Γενική Γραμματεία του ΝΑΤΟ,    για τη συγχαρητήρια ανάρτηση της Διοίκησης Χερσαίων Δυνάμεων της Συμμαχίας στη Σμύρνη προς την Τουρκία. Στο διάβημα,    χαρακτηρίζεται απαράδεκτο να συνδέεται η εθνική ημέρα ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας με ημέρα νίκης κατά μίας συμμάχου χώρας, της Ελλάδας.
Και το δεύτερο κρούσμα προέρχεται από τον αμετροεπή Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Τ. Ερντογάν. «Στις 30 Αυγούστου νικήσαμε τον εχθρό που λέρωσε την Ανατολή με τις λερωμένες μπότες του. Νικήσαμε τον στρατό εισβολής των Ελλήνων.    Ο Αύγουστος είναι ιδιαίτερος μήνας, νικήσαμε σε Κύπρο, Σμύρνη και Ματζικέρτ», δήλωσε ο Τ. Ερντογάν.
Σκληρή όμως, όπως θα πρέπει, είναι και η απάντηση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, χαρακτηρίζοντας ως    «Εχθροπαθείς δηλώσεις που είναι αντιπαραγωγικές και δεν συμβάλλουν στην εμπέδωση του κλίματος ηρεμίας, συνεργασίας και διαλόγου που επιχειρείται να οικοδομηθεί στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας την τρέχουσα περίοδο».
Επί αυτών,    τρεις αναγκαίες παρατηρήσεις , όχι μόνο ιστορικού,    αλλά και μείζονος εθνικού ενδιαφέροντος.
Η πρώτη, όντως το μήνα Αύγουστο του 1974 και μάλιστα ανήμερα της Παναγιάς (Δεκαπενταύγουστο), ολοκληρώθηκε η κατάληψη του 36% του κυπριακού εδάφους από τους εισβολείς, τον τουρκικό στρατό, υπό τα απαθή βλέμματα του ΝΑΤΟ και την ενεργή φιλοτουρκική διπλωματία, του αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Χ. Κίσινγκερ .
Η δεύτερη, θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί η συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών στις 5 Σεπτεμβρίου στην Άγκυρα, για ιστορικούς λόγους, αφού είναι η επέτειος των    «Σεπτεμβριανών». Στις 5, 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955,    ο τουρκικός όχλος, υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης Μεντερές, εξαπέλυσε πογκρόμ διώξεων σε βάρος    της πολυπληθούς και ευημερούσας ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης . Αποτέλεσμα, οι 150.000 Έλληνες που ζούσαν εκείνη την περίοδο στην Πόλη να υποστούν διώξεις, να καταστραφούν οι περιουσίες τους, να εγκαταλείψουν την Βασιλεύουσα της Ορθοδοξίας Κωνσταντινούπολη    και    σταδιακά να επέλθει αριθμητική συρρίκνωση με αποτέλεσμα    σήμερα οι Έλληνες της Πόλης, να είναι λιγότεροι και από τις 2.000!
Και η Τρίτη,    ο Τ. Ερντογάν έκανε αναφορά στην περίφημη μάχη του Μαντζικερτ.
Υπενθυμίζουμε ότι, στις 26 Αυγούστου 1071 ο Στρατός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,    υφίσταται    δεινή ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ. Πολλοί διακεκριμένοι ιστορικοί, μεταξύ αυτών και η Άννα Κομνηνή (1083 – 1153) υποστηρίζουν ότι με την ήττα αυτή σημειώνεται η αρχή του τέλους της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή και η βαθμιαία Τουρκοποίηση της Μικράς Ασίας.
Έτσι λοιπόν, ο υπονομευμένος στην αφετηρία του ελληνοτουρκικός διάλογος, κινείται ανάμεσα στην ουτοπία και το ρεαλισμό ή    στην αφέλεια και αμεριμνησία από την μία και τον ακούσιο ενδοτισμό και    την υποχωρητικότατα από πάγιες εθνικές θέσεις από την άλλη.    Η Ελληνική διπλωματία δεν έχει άλλη επιλογή... «καμία υποχώρηση από πάγιες εθνικές θέσεις έναντι οιουδήποτε κόστους».