Κυριακή, 18 Φεβρουαρίου 2024 22:59

Νίκος Καζαντζάκης

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Ένας χαρισματικός, «παγκόσμιος» Έλληνας λογοτέχνης, ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στον Χάνδακα (το σημερινό Ηράκλειο) της ακόμα τότε τουρκοκρατούμενης Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Πολυτάλαντος, ο Καζαντζάκης στα πρώτα του χρόνια συστηνόταν απλά ως ποιητής. Στην πράξη όμως, με το τεράστιο λογοτεχνικό έργο του, εξελίχθηκε σε μυθιστοριογράφο, θεατρικό συγγραφέα, δημοσιογράφο, φιλόσοφο αλλά και πολιτικό. Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας.
Το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική σχολή. Το 1906, πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με την «Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο» με τη μορφή ημερολογίου για τις νεανικές του ανησυχίες για τη ζωή, τον έρωτα, το θάνατο… Το 1907 πήγε στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές και εκεί ξεκίνησε να μελετά φιλοσοφία αναλύοντας το έργο του Νίτσε και ακολουθώντας τον Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Ανρί-Λουί Μπεργκσόν (Henri-Louis Bergson). Την ίδια εποχή άρχισε να δημοσιογραφεί ενώ παράλληλα μυήθηκε στον τεκτονισμό. Αυτή η «παρισινή» περίοδος της ζωής του είχε τεράστια επίδραση στην εξέλιξή του.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά από περίπου δύο χρόνια, δημοσίευσε τη διδακτορική διατριβή του    «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Τότε    ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις κειμένων ενώ ακολούθησε το κίνημα για την καθιέρωση της Δημοτικής γλώσσας συμμετέχοντας στην ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». Εκεί το 1914, συνάντησε τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό και συνταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ στο ίδιο ταξίδι τους περιηγήθηκαν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Την ίδια περίοδο, γνώρισε το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν ως έναν από τους δασκάλους του.
Από το 1916 ξεκίνησε την επιχειρηματική δραστηριότητά του με αντικείμενο την αποκομιδή ξυλείας από το Άγιο Όρος. Τον επόμενο χρόνο προσπαθώντας να λειτουργήσει    ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο, γνώρισε έναν    εργάτη, τον    Γιώργη Ζορμπά. Από αυτή την    εμπειρία του προέκυψε αργότερα το    μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που αναφέρεται στη φιλία ενός διανοούμενου μ' έναν λαϊκό άνθρωπο, γεμάτο όρεξη για ζωή. Ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη έχει όλα τα χαρακτηριστικά της «ζωικής ορμής» του υπαρξιστή μέντορά του, Μπεργκσόν.
Από τότε υπαρξιακοί και μεταφυσικοί προβληματισμοί χαρακτηρίζουν το ανήσυχο πνεύμα του Καζαντζάκη ενώ η    αθεΐα του Νίτσε τον ακολουθεί. Ταυτόχρονα όμως και ο Χριστός είναι πάντοτε μια εμμονή του αφού έτσι εξηγεί την «τόσο μυστηριώδη και τόσο πραγματική ένωση του ανθρώπου και του Θεού».   
Το 1919 διορίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως, με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από τον Καύκασο. Από τις εμπειρίες του εκεί φαίνεται ότι προέκυψε το κατοπινό μυθιστόρημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ακολούθησε μια μεγάλη δημοσιογραφική περιπλάνησή του στην Ευρώπη, τη Σοβιετική Ένωση, την Ιβηρική, την Παλαιστίνη την Κύπρο, την Tσεχοσλοβακία, την Κίνα και αλλού.
Καρπός αυτής της περιπλάνησης ήταν το «Ταξιδεύοντας» και η «Οδύσσεια». Το 1927 παράλληλα με άλλα έργα του δημοσίευσε, στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού, ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενά του, την «Ασκητική». Το 1948, εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ όπου έγραψε τις μεγάλες μυθιστορηματικές συνθέσεις του. Το 1952 έχασε την όραση από το δεξιό μάτι του. Την ίδια εποχή κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Kαπετάν Μιχάλης» καθώς και από τον «Τελευταίο Πειρασμό» όπου ο Χριστός ταλαντεύεται μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης φύσης του. Τελικά, με την παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τον αφόρισε.
Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, στο Φράιμπουργκ σε ηλικία 74 ετών. Τάφηκε σ' ένα προμαχώνα των βενετικών τειχών του Ηρακλείου, χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Στον τάφο του, χαράχθηκε η επιγραφή:
«Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».