Κυριακή, 03 Μαρτίου 2024 22:26

Γιώργος Σεφέρης

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Ένας από τους κύριους εκπροσώπους της γενιάς του 30 ήταν ο ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής αλλά και διπλωμάτης, Γιώργος Σεφέρης. Γεννήθηκε σε δίσεκτη χρονιά, το 1900, σε «σημαδιακή» ημερομηνία, στις 29 Φεβρουαρίου. Συχνά ο Σεφέρης αναφερόταν σε αυτήν με τρόπο χιουμοριστικό: Την 1η Μάρτη 1932  από το Λονδίνο, γράφει στον συγγραφέα φίλο του Γιώργο Κατσίμπαλη: «……Χτες πέρασα το 8ο μου γενέθλιο κι έκλεισα τα 32. Περνάει ο καιρός…». Επίσης το 1939 όταν συνάντησε τον Αμερικανό συγγραφέα Henry Miller στην ερώτηση για την ηλικία του, του απάντησε ότι σε μερικούς μήνες θα γιόρταζε τα δέκατα γενέθλιά του!   
Το πραγματικό όνομά του ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης. Είχε ακόμα δύο αδέλφια, την Ιωάννα (1902 – 2000) και τον Άγγελο (1905-1950). Η Ιωάννα ήταν η σύζυγος του Προέδρου της Δημοκρατίας (1975-1980), λογοτέχνη, ακαδημαϊκού και δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Μετά την εγκύκλια μόρφωσή του ο Γεώργιος Σεφέρης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Σορβόννης την οποία και τελείωσε με διδακτορικό τίτλο το 1924. Παράλληλα είχε αρχίσει να ασχολείται με την ποίηση και η επαφή του με κίνημα του μοντερνισμού στο Παρίσι τον επηρέασε βαθύτατα. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του, με την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε το 1927 στο υπουργείο των Εξωτερικών και έτσι ξεκίνησε η διπλωματική καριέρα του. Η κορύφωση αυτής της διπλωματικής σταδιοδρομίας έγινε με την τοποθέτησή του το 1957 στο Λονδίνο στη θέση του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Από εκεί συνταξιοδοτήθηκε το 1962.
Το ξεκίνημά του στην ποίηση έγινε με τη συλλογή «Στροφή» το 1931. Αμέσως, η ποιητική φυσιογνωμία του έκανε αίσθηση και προκάλεσε αντιδράσεις, τόσο θετικές όσο και αρνητικές. Τον Μάιο της επόμενης χρονιάς, ο Σεφέρης δημοσιεύει το έργο του «Μια νύχτα στην ακρογιαλιά» και τον Οκτώβριο τη «Στέρνα». Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν το «Μυθιστόρημα» το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά.
Τον Απρίλιο του 1941 και ενώ οι Γερμανοί κατακτητές είχαν πια καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, στις 10 Απριλίου παντρεύτηκε στην Αθήνα με τη Μαρία Ζάννου και μαζί ακολούθησαν την ελληνική κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη, στη συνέχεια την Αίγυπτο, το Πόρτ-Σάιντ και την Αλεξάνδρεια. Στη συνέχεια αφού διορίστηκε στην ελληνική πρεσβεία στην Πραιτόρια συνόδεψε τα μέλη της βασιλικής οικογένειας στο Γιοχάνεσμπουργκ.
Μετά την Απελευθέρωση εμπλέκεται στο πολιτικό σκηνικό ακολουθώντας τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Ακολούθησε μια διπλωματική περιπλάνησή του στην Άγκυρα, τη Βηρυτό, το Λονδίνο ενώ σταθερά προωθεί την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Στο Λονδίνο όπου είχε διοριστεί ως πρεσβευτής από το 1957 συνάντησε τον Μίκη Θεοδωράκη. Σύντομα ακολούθησε η πρώτη δημόσια εκτέλεση τεσσάρων μελοποιημένων ποιημάτων του με τον τίτλο «Επιφάνεια». Στις 24 Οκτωβρίου 1963, ανακοινώθηκε η βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών. Η απονομή έγινε στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη. Εκεί ποιητής μίλησε για τις «πολλές όψεις της Ελλάδος» επιλέγοντας να αναφερθεί στον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη:
«Σας μίλησα γι' αυτούς τους ανθρώπους, γιατί οι σκιές τους δεν έπαψαν να με συντροφεύουν από τότε που άρχισε το ταξίδι μου για τη Σουηδία και γιατί οι προσπάθειές τους αντιπροσωπεύουν, στο νου μου, τις κινήσεις ενός κορμιού αλυσοδεμένου επί αιώνες, όταν επιτέλους σπάσουν τα δεσμά του και ψηλαφεί, ξαναζωντανεύει κι αναζητάει τις φυσικές του κινήσεις...».
Στις 28 Μαρτίου 1969 δήλωσε για τη χούντα στο ραδιόφωνο του BBC: «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά».
Ο ποιητής πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 στην Αθήνα.