Κυριακή, 31 Μαρτίου 2024 22:13

Μανόλης Ανδρόνικος

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Μια περιγραφή, μια εξομολόγηση, μια κατάθεση ψυχής ενός αφοσιωμένου αρχαιολόγου. Στοχοπροσήλωση, ένταση, αγωνία και πάθος διακατείχαν αυτόν που η μοίρα όρισε να γίνει αυτός που θα κρατούσε στα χέρια του την λάρνακα με τα οστά του Φίλιππου Β’, του πατέρα του Μεγαλέξανδρου:

«Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…)

Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…)

-Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη    λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…)

Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου:

“Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε”....

(αποσπάσματα από το «Χρονικό της Βεργίνας»).

Φυσικά ο αρχαιολόγος ήταν ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος που γεννήθηκε στην Προύσα της Μικράς Ασίας τον Οκτώβριο του 1919. Η μικρασιατική καταστροφή όμως έστειλε την οικογένειά του κι αυτόν σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης. Εκεί ολοκλήρωσε το σχολείο και μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Εκεί γνώρισε τον καθηγητή της Αρχαιολογίας Κωνσταντίνο Ρωμαίο που του μετέδωσε την αγάπη του για την Αρχαιολογία. Συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και επιστρέφοντας διορίστηκε καθηγητής στη Θράκη. Υπηρετώντας στον ελληνικό στρατό κατά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο έφτασε μέχρι την Παλαιστίνη.

Το 1952 διορίστηκε καθηγητής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ. Το ενδιαφέρον του ήταν όμως η ανασκαφή στη Βεργίνα και η επιμονή του ανταμείφθηκε με την ανακάλυψη εκεί, στις 8 Νοεμβρίου 1977, του ασύλητου τάφου του Φίλιππου Β΄. Έζησε τον θρίαμβό του μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή, στις 30 Μαρτίου 1992.