Παρασκευή, 02 Μαρτίου 2012 22:02

Πολιτική για την αγροτική οικονομία

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Μόνιμη επωδός πολλών εκ των σημειωμάτων της στήλης για τα αγροτικά θέματα, είναι η εκτίμηση πως η ουσία των προβλημάτων βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει πολιτική. Ο "τυφλοσούρτης" των Κοινοτικών Κανονισμών και η "παράδοση" στην αγορά της κερδοσκοπίας όχι μόνον δεν συνιστούν πολιτική αλλά κάνουν πιο χαρακτηριστική την απουσία της. Το ακόμη χειρότερο για τη δική μας αγροτική οικονομία είναι το γεγονός ότι οι άλλες χώρες διαμορφώνουν πολιτική στα δικά τους μέτρα και επιχειρούν να την καθιερώσουν ως Κοινοτική. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν δυνάμεις που αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική και επιδιώκουν μέτρα προστασίας των παραγωγών. Αλλοτε για λόγους ιδεολογικούς και άλλοτε για την προστασία εθνικών συμφερόντων. Αυτή η καταγραφή απομυθοποιεί τις αντιλήψεις που θέλουν τον αγρότη υπεύθυνο γι’ αυτό που συμβαίνει και συμβιβασμένο με την ιδέα πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε εκτός από… τον εαυτό του.
Υπό το πρίσμα αυτών των διαπιστώσεων εδώ και χρόνια επιμένουμε ότι χρειάζονται εθνικές πολιτικές για κρίσιμα προϊόντα με πρώτο από αυτά το ελαιόλαδο. Και η βασική συνιστώσα μιας τέτοιας προσπάθειας θα έπρεπε να είναι η διαμόρφωση Κοινοτικής πολιτικής. Από τις επισημάνσεις που γίνονται πολύ συχνά από τη στήλη είναι και αυτή που θεωρεί πως ο μηχανισμός της ιδιωτικής αποθεματοποίησης ελαιολάδου είναι ανεπαρκής για να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν. Και ενώ στην Ελλάδα οι θεσμικοί φορείς περιμένουν με σταυρωμένα τα χέρια να έρθει η… συντέλεια του κόσμου, στην Ευρώπη υπάρχουν φωνές που ζητούν να αλλάξουν τα πράγματα. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η τοποθέτηση του Ιταλού προέδρου της Επιτροπής Γεωργίας του Ευρωκοινοβουλίου Πάολο Κάστρο, ο οποίος με αφορμή την ενεργοποίηση της ιδιωτικής αποθεματοποίησης δήλωσε ότι "οι κανόνες λειτουργίας του εν λόγω μηχανισμού πρέπει να αναθεωρηθούν επειγόντως". Για να προσθέσει ότι "προφανώς χώρες όπως η Ιταλία, που διέρχονται μια πρωτοφανή κρίση των αγορών ελαιολάδου, δεν θεωρούν αποτελεσματική την παρέμβαση". Και να καταλήξει πως "είναι απαραίτητο να εργαστούμε με την συμβολή των αγροτικών οργανώσεων ώστε να γίνει αναθεώρηση των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία του εν λόγω μηχανισμού και, σε γενικές γραμμές, να ληφθούν απαραιτήτως νέα μέτρα κατά της ελαιοκομικής κρίσης και για τη διαχείριση της αβεβαιότητας των αγορών ώστε να προστατευτούν οι αγρότες από τις έντονες μεταβολές των τιμών". Τεχνοκρατικοί ορισμένοι από τους όρους που χρησιμοποιεί ο κ. Κάστρο, αλλά η ουσία της υπόθεσης είναι πως σε υψηλό επίπεδο διαπιστώνεται ότι υπάρχει σοβαρή κρίση στον ελαιοκομικό τομέα και ότι οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι ανεπαρκείς για να την αντιμετωπίσουν. Ως εκ τούτου χρειάζεται αναθεώρηση πολιτικών σε συνεργασία με τις αγροτικές οργανώσεις. Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη αξία καθώς η υπόθεση αφορά 3 χώρες στις οποίες η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί βασικό οικονομικό παράγοντα, αφορά εκατομμύρια καλλιεργητές και εργαζόμενους και ως εκ τούτου οι θεσμικές τους εκφράσεις μπορούν να επηρεάσουν στη διαμόρφωση πολιτικών.
Αυτό φυσικά είναι μόνο ένα παράδειγμα, απολύτως χαρακτηριστικό όμως της πραγματικότητας που διαμορφώνεται στον ευρωπαϊκό χώρο, την ώρα που στην Ελλάδα ουδείς ασχολείται με αυτά τα θέματα. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός καθώς είναι φανερό πως η κρίση στον ελαιοκομικό τομέα έχει μεγάλο βάθος και φως δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Η αδιαφορία και τα "ξόρκια" για τη μονοκαλλιέργεια δεν απαντούν στο πρόβλημα για το οποίο όπως φαίνεται προκρίνεται ως λύση, η απομάκρυνση από την παραγωγή εκείνων που δεν αντέχουν την πίεση των τιμών και το κόστος καλλιέργειας. Η αντίληψη αυτή με έμμεσο τρόπο εμφανίζεται ακόμη και σε μελέτες που έκαναν την εμφάνισή τους τον τελευταίο καιρό και επαναλαμβάνουν τις… επιθυμίες για συγκέντρωση των εκτάσεων σε λιγότερα χέρια με απολύτως μηχανιστικό τρόπο. Πρόκειται για επιθυμίες που εκφράζονται για ολόκληρες δεκαετίες χωρίς αποτέλεσμα και είναι καταδικασμένες να αποτύχουν ιδιαίτερα σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης. Και αυτό γιατί από τη μια πλευρά οι άνθρωποι δένονται περισσότερο με τη γη που μπορεί να τους θρέψει καθώς ο οδοστρωτήρας της κατεδάφισης των πάντων προχωρεί ακάθεκτα. Και από την άλλη η ίδια η φύση της ελαιοκαλλιέργειας επιβάλλει οικονομίες κλίμακας και η μεγέθυνση του κλήρου ακόμη και αν προσφέρονται κτήματα, έχει σοβαρούς οικονομικούς περιορισμούς.
Σύμφωνα με την μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, οι μικροί ελαιώνες κάτω των 5 εκταρίων (δηλαδή κάτω των 5 στρεμμάτων), όπου πραγματοποιείται το 1/3 της ελληνικής παραγωγής είναι ζημιογόνοι ακόμη και μετά τον συνυπολογισμό των επιδοτήσεων. Δηλαδή "η αμοιβή του ιδιοκτήτη-παραγωγού για την εργασία που ο ίδιος προσφέρει είναι χαμηλότερη από το μισθολογικό κόστος των εργαζομένων ανά ώρα". Η εκτίμηση αυτή αποτυπώνει και το τεράστιο πρόβλημα που υπάρχει και για το οποίο ουδείς φαίνεται να ενδιαφέρεται. Η εκτίμηση της ίδιας μελέτης είναι ότι "υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης της διάρθρωσης του κλάδου μέσω μεγαλύτερης συγκέντρωσης των εκτάσεων". Με δεδομένο όμως το γεγονός ότι εκτιμά πως κερδοφόροι είναι μόνον οι ελαιώνες που έχουν έκταση μεγαλύτερη των 200 στρεμμάτων, είναι φανερό ότι πρόκειται για ασκήσεις επί χάρτου και όχι για πολιτικές που έχουν περιθώρια εφαρμογής.
Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν και θα ήταν αφελές να ισχυρίζονται κάποιοι πως τις έχουν στο… τσεπάκι τους. Η διαμόρφωση πολιτικής απαιτεί μελέτες σε ρεαλιστική βάση, μέτρα αντιμετώπισης φαινομένων κερδοσκοπίας, ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής διάστασης του θέματος, αναζήτηση συμμάχων, ισχυρούς συνεταιριστικούς φορείς εμπορίας και κινητοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού για την επιτυχία των πολιτικών που θα συγκροτηθούν. Ολα αυτά όμως προϋποθέτουν "κράτος", δηλαδή τη ρυθμιστική παρέμβαση της πολιτικής. Αντίληψη που στο όνομα των προβλημάτων του κράτους που οικοδομήθηκε από τα κόμματα εξουσίας μετά τον εμφύλιο, επιχειρείται να ενοχοποιηθεί για να μείνει ελεύθερο το πεδίο στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς.

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 03 Μαρτίου 2012 11:56