Τετάρτη, 02 Δεκεμβρίου 2020 11:32

Επί Τάπητος: Η ελιά στην αρχαιότητα

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Αυτή την εποχή οι λέξεις “ελιές” και “ελαιόλαδο” κυριαρχούν στον τόπο μας. Ολος ο κόσμος άμεσα ή έμμεσα ασχολείται με αυτές και δικαιολογημένα.

Στις συζητήσεις φυσικά προτεραιότητα έχουν το μάζεμα και η τιμή, σε αυτή τη φάση προσωπικά θα ήθελα να συμβάλω λίγο με... ιστορία. Γιατί έχει και αυτή τη δική της σημασία στην κατανόηση για το ρόλο που έπαιξε και παίζει η ελιά σε αυτό τον τόπο από τα βάθη του χρόνου. Οδηγός ένα κείμενο που έγραψα πριν από 22 χρόνια και παρουσίασα σε ελαιοκομικό συνέδριο στην Καλαμάτα, οργανωμένο από το περιοδικό “Ελιά και ελαιόλαδο”:
Η ελιά έχει μακραίωνη ιστορία. Οι απαρχές της χάνονται στα βάθη του χρόνου. Σε αυτή την ιστορική διαδρομή σημάδεψε τη ζωή των λαών της Μεσογείου, περνώντας διαφορετικές φάσεις από την άποψη της χρήσης και της αξίας των προϊόντων και των παραπροϊόντων της. “Γεννήθηκε” αναπτύχθηκε και διαδόθηκε στη Μεσόγειο μέσα από την ανάπτυξη των πολιτισμών στις διάφορες περιοχές της. Πολιτισμοί που ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους επηρεάζοντας ο ένας τον άλλον. Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία πως η ιστορία της ελιάς αρχίζει πριν την ανακάλυψη της γραφής. Οπως επίσης δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η ελιά ήταν γνωστή στο σύνολο των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν αρχικά στην περιοχή. Οι θεωρίες για την προέλευση της ελιάς αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορούν να υποστηρίξουν αυτή την αντίληψη, καθώς μάλιστα αναδεικνύονται όλο και πιο συγκεκριμένα στοιχεία μέσα από την αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή. Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν σαν πιθανό τρόπο προέλευσης της ελιάς την περιοχή της Συρίας και της Μικράς Ασίας πιστεύοντας ότι οι κατάφυτες με άγριες ελιές βουνοπλαγιές αποτελούν και την καλύτερη απόδειξη. Η ελιά από την περιοχή αυτή διαδόθηκε στα ελληνικά νησιά και στην υπόλοιπη Ελλάδα από τους Φωκαείς και γύρω στο 600 π. Χ. στην Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία και μετά στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες. Η άλλη εκδοχή θεωρεί ότι η ελιά προέρχεται από την Αβησσυνία και την Αίγυπτο. Αποδεδειγμένα καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους σημιτικούς λαούς και διαδόθηκε στην Κύπρο και στα βόρεια παράλια της Αφρικής από τους Φοίνικες. Πηγές από την αιγυπτιακή βιβλιογραφία μαρτυρούν ότι στην Αίγυπτο εκαλλιεργείτο η ελιά πριν από πολλά χρόνια. Γύρω στο 2000 π.Χ. όμως, οι ελαιώνες για άγνωστο λόγο εξαφανίστηκαν. Η μετακίνηση πληθυσμών προς τα παράλια της Κρήτης, ίσως έφερε μαζί της την ελιά και την καλλιέργειά της. Στην Ισπανία η ελιά έφθασε μέσα από δύο δρόμους: Τον ελληνορωμαϊκό και τον σημιτικό. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ορισμένες ποικιλίες ελιάς στη χώρα αυτή έχουν ονομασίες λατινικές και άλλες αραβικές. Στους Εβραίους η ελιά ήταν γνωστή πριν το 1500 π.Χ. αφού ανάμεσα στα αγαθά της γης Χαναάν που τους είχαν υποσχεθεί ήταν και οι καρποί της ελιάς. Στα εβραϊκά η ελιά συμβολίζει την ειρήνη και την ευτυχία. Αιγύπτιοι, Εβραίοι, Φοίνικες και Ελληνες καλλιέργησαν συστηματικά την ελιά και αναγνωρίζοντας την αξία της στη ζωή και τον πολιτισμό, μεθοδικά φρόντισαν για την εξάπλωση του δέντρου σε νέες όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν βαρβάρους όλους εκείνους που χρησιμοποιούσαν ζωικά λίπη αντί ελαιολάδου στη διατροφή τους.
Ηδη έχουμε μια πρώτη εικόνα για τη σχέση των μεσογειακών λαών με την ελιά, η οποία τεκμηριώνει και την αντίληψη πως ο πολιτισμός της Μεσογείου είναι σύμφυτος με το δέντρο και τους καρπούς του. Οι πηγές για τις χρήσεις της ελιάς, των προϊόντων και των παραπροϊόντων της κατά την αρχαιότητα αναφέρονται στην Αρχαία Ελλάδα. Και θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο πως η αλληλεπίδραση των πολιτισμών της Μεσογείου είναι εκείνη που προσδιορίζει σε γενικές γραμμές και τις χρήσεις της στις υπόλοιπες περιοχές. Η ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν σε αυτή αποτελούν και τους συνδετικούς κρίκους στη διάδοση της ελιάς και των χρήσεών της σε πολλές από τις σημερινές ευρωπαϊκές περιοχές. Στα πρώτα στάδια εκμετάλλευσης της ελιάς από τους κατοίκους του προϊστορικού Αιγαίου παραμένουν άγνωστα. Πιστεύεται όμως ότι από τη Νεολιθική τουλάχιστον εποχή, μαζί με τους βρώσιμους καρπούς διαφόρων δέντρων, θα γινόταν ευκαιριακά και η συλλογή του καρπού της ελιάς. Οι απαρχές της ελαιοκαλλιέργειας τοποθετούνται στο χρονικό ορίζοντα της πρώιμης Χαλκοκρατίας, δηλαδή την 3η χιλιετία π.Χ. Σε πινακίδες που βρέθηκαν στο ανάκτορο της Πύλου, υπάρχει και η παλαιότερη ρητή μαρτυρία για τη χρησιμοποίηση της ελιάς στις διαιτητικές συνήθειες της εποχής, καθώς διαβάζεται με βεβαιότητα το ιδεόγραμμα του ελαιοκάρπου “για βρώση”. Σε μια πινακίδα ακόμη διαβάζεται πως αποστέλλονται σχετικά μικρές ποσότητες ελιών μαζί με κριθάρι και σύκα σε διάφορους παραλήπτες. Ο προορισμός τους βεβαίως δεν θα μπορούσε παρά να έχει σχέση με τη χρήση της ελιάς ως καρπού.
Περισσότερο διαφωτιστικά είναι τα υστερομινωικά παραδείγματα από την Κνωσσό, τις Αρχάνες και την Κάτω Ζάρκο, όπου μικρές ποσότητες ελαιοκάρπου βρέθηκαν μέσα σε αγγεία. Η χρήση του ελαιολάδου στη διατροφή –που είναι λογικό να δεχθούμε ότι γινόταν έστω και σε περιορισμένη κλίμακα– δεν πιστοποιείται όμως με σαφήνεια. Αντίθετα, στην πλειονότητα το καταχωριζόμενο στις πινακίδες ελαιόλαδο είναι είτε αρωματικό ή προοριζόταν ως βάση για την παρασκευή αρωμάτων για τη φροντίδα του σώματος, ενδεχομένως και με θεραπευτικές ή άλλες συναφείς ιδιότητες. Η ανάλυση των πινακίδων σε συνδυασμό με στοιχεία από τους σύγχρονους αυλικούς πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ανατολής καθώς επίσης και από τους ιστορικούς χρόνους, οδηγεί στο συμπέρασμα πως το λάδι θα μπορούσε να έχει διάφορες βιοτεχνικές χρήσεις, όπως στη βυρσοδεψία και την υφαντική. Μια από τις πλέον διαδεδομένες χρήσεις του ελαιολάδου ήταν για φωτισμό. Απαντώνται πολυάριθμα λυχνάρια από τους προανακτορικούς χρόνους στην Κρήτη, οι οποίοι μάλιστα θεωρήθηκαν και ως έμμεσες ενδείξεις για το ύψος παραγωγής ελαιολάδου. Το ξύλο της ελιάς εκτιμάται πως θα γνώριζε διάφορες εφαρμογές στην οικοδομική τέχνη, στην κατασκευή τεχνημάτων και βέβαια θα εχρησιμοποιείτο ευκαιριακά ως καύσιμη ύλη όπως και οι ελαιοπυρήνες. Ενδείξεις θεωρούνται απανθρακωμένα κομμάτια ξύλου και πολυάριθμοι πυρήνες σε κεραμικό κλίβανο.
Τα διάφορα είδη αρωματικού ελαιολάδου που αναγνωρίστηκαν στις πινακίδες της Πύλου, τα μυρέψια στην Κρήτη και σε ολόκληρο το μυκηναϊκό κόσμο κυρίως το 13ο και το 14ο π.Χ. αιώνα οπότε και επεκτείνεται η παραγωγή και η θαλάσσια διάδοση των ψευδόστομων αμφορέων (που ήταν και το πλέον κατάλληλο αγγείο για τη μεταφορά ελαιολάδου), τα λίθινα ελαιοπιεστήρια της μινωικής Κρήτης (ανάλογα με εγκαταστάσεις που έχουν βρεθεί σε Κύπρο και Συρία), τα ευρήματα στην οικία του Λαμπόρου στις Μυκήνες, η έντονη παρουσία της ελιάς στη μινωική τέχνη, είναι ορισμένα από τα στοιχεία τα οποία θεμελιώνουν το ρόλο της ελαιοκαλλιέργειας στον μινωικό και μυκηναϊκό πολιτισμό. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται πως η χρήση του ελαιολάδου μέχρι τον 6ο π.Χ. αιώνα στην Αρχαία Ελλάδα ήταν περιορισμένη. Στον Ομηρο το ελαιόλαδο αναφέρεται σαν πολυτέλεια. Το ελαιόλαδο και τα αρώματα συνδέονται με πρόσωπα πέρα από τα καθημερινά, όπως ήρωες ή θεοί. Κείμενα της αρχαϊκής περιόδου που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή, για παράδειγμα οι αγροτικές ασχολίες που περιγράφει ο Ησίοδος στο “Εργα και Ημέραι” δεν αναφέρονται στη χρήση του ελαιολάδου παρά μόνο ως υγρού για την ομορφιά των μαλλιών. Μετά τον 6ο π.Χ. αιώνα η ελαιοκαλλιέργεια επεκτείνεται και το ελαιόλαδο αποκτά μεγαλύτερη αξία.
Από το σύνολο των μαρτυριών, αυτές που αναφέρονται στην καθημερινή χρήση του ελαιολάδου στη μαγειρική και ως καυσίμου είναι ελάχιστες. Στα κείμενα του Θεόφραστου και αργότερα του Διοσκουρίδη καταγράφονται υλικά και συνταγές αρωματικού ελαιολάδου. Στον Ιπποκράτειο κώδικα συναντώνται πάνω από εξήντα φαρμακευτικές χρήσεις της ελιάς. Φαίνεται πως το ελαιόλαδο ήταν ιδιαίτερα ενδεδειγμένο για τα προβλήματα του δέρματος. Πέρα από τις φαρμακευτικές του ιδιότητες χρησίμευε και ως μέσο αντισύλληψης. Επίσης το αρωματικό ελαιόλαδο ήταν σημαντικό για την θεραπεία γυναικείων ασθενειών. Η εικονογραφία του 6ου και 5ου π.Χ. αιώνα υποδεικνύει πως το ελαιόλαδο ήταν μέσο καθαρισμού, όπως σήμερα το σαπούνι. Παράλληλα ήταν και μέσο καλλωπισμού. Αξιο σημείωσης είναι το γεγονός πως από την Αθήνα δεν επιτρεπόταν η εξαγωγή ελαιολάδου, παρά μόνο από τους νικητές των Παναθηναίων, των οποίων το έπαθλο ήταν αμφορείς γεμάτοι ελαιόλαδο. Τέτοιοι αμφορείς –οι αποκαλούμενοι παναθηναϊκοί– έχουν βρεθεί σε όλη τη Μεσόγειο, από τη Μασσαλία και την Ετρουρία, μέχρι την Κριμαία και την Κυρηναϊκή. Το γεγονός αυτό αποτελεί και μια έμμεση απόδειξη για τη σημασία του ελαιολάδου πέραν των ορίων της Αθήνας, καθώς φαίνεται μάλιστα ότι αποτελεί μέρος του εμπορίου “από δεύτερο χέρι”. Κάπου στην ιστορική διαδρομή εμφανίζεται και το σαπούνι σαν παράγωγο του λαδιού και κατά πάσα πιθανότητα και του ελαιολάδου. Το σαπούνι ήταν γνωστό και στους χρόνους του Πλινίου, δηλαδή της 1ης π.Χ. εκατονταετίας. Αυτός αποδίδει την εφεύρεση στους Γάλλους οι οποίοι γυάλιζαν το μαλλί τους. Από τους Γαλάτες το πήραν οι Ρωμαίοι όπως απέδειξαν οι ανασκαφές στην Πομπηία, όπου βρέθηκαν εργαστήρια τα οποία περιείχαν ακόμη λιπαρές ουσίες που είχαν σαπωνοποιηθεί και διατηρηθεί. Χρησιμοποιήθηκε για πλύσιμο αλλά και για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων.
Αυτή είναι μια “μεγάλη εικόνα” των απαρχών της καλλιέργειας, η οποία τα τελευταία χρόνια εμπλουτίζεται διαρκώς με νέες πληροφορίες. Από αυτές, για την περιοχή μας ξεχωρίζει η ανακάλυψη καταλοίπων ελαιοτριβείων στην Αρχαία Θουρία, από την δρ. Αρχαιολόγο Ξένη Αραπογιάννη.

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 02 Δεκεμβρίου 2020 09:43